Οι μαύροι κύκνοι

(Δεύτερο βραβείο καλύτερης νουβέλας στον ετήσιο διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών)

Εντάξει, δεν ήταν και η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ήταν μόνο μια τοπική δανειστική. Αλλά αυτό δεν εμπόδιζε την βιβλιοφάγο καρδιά μου να σκιρτά με τον πιο βιβλιοφάγο τρόπο κάθε φορά που βρισκόμουν ανάμεσα στα βιβλία της. Συγκεντρωμένα ανά συγγραφέα και ανά χώρα, παραταγμένα σε δεκάδες ράφια, το πλήθος τους μου προκαλούσε ένα δέος που μόνο οι βιβλιοφάγοι μπορούν να νιώσουν.
Τον χειμώνα προτιμούσα τα πιο δύσκολα βιβλία, αυτά που προβληματίζουν ή η γραφή τους απαιτούσε συγκέντρωση και νοητική διαύγεια. Αν και κάποιες φορές ήταν δοκίμια, τις περισσότερες φορές ήταν μυθιστορήματα, κυρίως της κλασσικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο πάντως που διάλεξα εκείνο το πρωινό, τέλη Αυγούστου, δεν άνηκε σε αυτήν την κατηγορία. Δεν σκόπευα να διαβάσω κάποιο κλασσικό μυθιστόρημα ή κάποιο βιβλίο που θα απαιτούσε την πλήρη μου αφοσίωση. Ήταν ακόμα καλοκαίρι, και το μόνο που επιδιώκω τους θερινούς μήνες από την λογοτεχνία είναι να με συνεπάρει σε έναν φανταστικό κόσμο χωρίς πολλά πολλά. Μια απλή και ανάλαφρη ψυχαγωγία, χωρίς μηνύματα ή βαθυστόχαστους συνειρμούς. Από αυτά τα βιβλία που όπως λέει ο Κούντερα ‘τα διαβάζεις ευχάριστα το πρωί και τα πετάς ευχάριστα το βράδυ’. Και που πολλές φορές αποδεικνύονται τόσο απολαυστικά όσο και το ‘βρώμικο’ που τρως στο γήπεδο.



Έτσι έπεσε στα χέρια μου εκείνο το μυθιστόρημα. Ήταν ένα πολυδιαβασμένο του Στίβεν Κινγκ, με απλό χάρτινο εξώφυλλο και ξεφτισμένες άκρες. Η περίληψη περιέγραφε μια ιστορία τρόμου με φαντάσματα, που σίγουρα θα είχε βρει τον δρόμο της σε κάποια αμερικάνικη παραγωγή του κινηματογράφου. B-movie, θα μάντευα αν με ρωτούσε κάποιος. Πώς αλλιώς να περιέγραφα μια ταινία με ερωτευμένα φαντάσματα που είχαν ταφεί σε διαφορετικά νεκροταφεία; Και που η προσπάθεια επανένωσης τους περνούσε μέσα από τους δύσμοιρους νεκροθάφτες;
Πήρα ένα ακόμα βιβλίο, με διηγήματα του Χέμινγουεϊ αυτή τη φορά, για τις στιγμές που θα ήθελα να διαβάσω ιστορίες ρεαλιστικής λογοτεχνίας. Οι διαφορές στα δύο βιβλία ήταν αχανείς αλλά σπάνια σκοτιζόμουν για κάτι τέτοιο. Η λογοτεχνική μου βουλιμία είχε για πρότυπο την βάση μιας καλής διατροφής: να περιέχει τα πάντα.
Κατευθύνθηκα προς την υπάλληλο της βιβλιοθήκης, την Άννα. Ήταν σχετικά καινούργια και είχαμε μιλήσει αρκετές φορές. Μπορώ να πω πως ήταν μια εξαιρετικά όμορφη προσθήκη στο προσωπικό, και, επιπλέον, ήξερε από λογοτεχνία.
«Πώς συνδυάζεις Χέμινγουεϊ με Στίβεν Κινγκ;» με ρώτησε.
«Πήρα του Χέμινγουεϊ για να κρύψω του Κινγκ» αστειεύτηκα. Το συνήθιζα μαζί της.
«Χρειάζεσαι άλλο ένα για να το κρύψεις κι από τις δυο μεριές. Θέλεις Τσέχοφ;»
Είχα διαβάσει ολόκληρο το έργο του Ρώσου συγγραφέα και έτσι αρνήθηκα. Εξάλλου, όπως ανάφερα και προηγουμένως, ήταν καλοκαίρι. Ήθελα φαντασία και καθόλου προβληματισμό. Για τις στιγμές που στο ενδιάμεσο θα ήθελα να διαβάσω κάτι πιο βαθύ, τα διηγήματα του Χέμινγουεϊ ήταν μια χαρά.
Της μίλησα για την θεωρία του ‘βρώμικου’. Συμφώνησε γιατί διάβαζε κι αυτή ρηχή λογοτεχνία, που στην περίπτωση της μεταφραζόταν σε φτηνά ρομάντζα. Θα το αρνιόταν βέβαια πεισματικά αν το ανέφερα πουθενά.
«Μην ανησυχείς» της είπα, «χρειαζόμαστε και τα δύο. Αλλιώς θα είμαστε σαν ένας σοβαρός άνθρωπος που δεν γελάει ποτέ, ή σαν ένας άνθρωπος που γελάει ασταμάτητα».
«Ή σαν ένας άνθρωπος που τρώει συνέχεια υγιεινά» πρόσθεσε. «Χρειάζεσαι που και που κανά προφιτερόλ, κυρίως για ψυχολογικούς λόγους».
Ήταν φανερό πως η Άννα πρόσεχε πολύ την εμφάνιση της, και κρίνοντας από το ύφος που είχε όταν απάντησε, θα πρέπει να είχε απαρνηθεί αρκετά γλυκά στη ζωή της –αν και μερικές φορές δεν θα άντεχε στον πειρασμό. 
Πήρα τα βιβλία γελώντας και την αποχαιρέτησα.
Το σπίτι μου ήταν ένα δυάρι διαμέρισμα που είχαν αγοράσει οι γονείς μου πριν από πολλά χρόνια. Ήταν ευτύχημα που δεν έμενα σε νοίκι γιατί ήμουν δύο χρόνια άνεργος, και η προοπτική να βρω δουλειά –τουλάχιστον σαν φιλόλογος που ήταν και το επάγγελμα μου- γινόταν όλο και πιο απίθανη. Στα τριάντα μου χρόνια, το μέλλον φάνταζε κάτι περισσότερο από δυσοίωνο. Έμοιαζε με βιβλίο που συμπλήρωνε τις τελευταίες του σελίδες μια μαϊμού που μάθαινε γραφή και ανάγνωση.
Έκατσα στον υπολογιστή και πέρασα κανά δυο ώρες αναζητώντας δουλειά στις αγγελίες του ίντερνετ. Το μόνο που κατάφερα να βρω ήταν μερικές που κάπως πλησίαζαν το επάγγελμα μου, και έστειλα το βιογραφικό μου γνωρίζοντας πως θα κατέληγε στον ηλεκτρονικό κάδο της ανακύκλωσης. Μετά άραξα σε έναν καναπέ και βάλθηκα να ξεφυλλίζω τα βιβλία. 
Τα διηγήματα ήταν μια πολύ προσεγμένη έκδοση και σχεδόν αδιάβαστη. Το μυθιστόρημα όμως, εκτός από την φανερή του ταλαιπωρία στα χέρια των αναγνωστών, είχε και μερικές υπογραμμίσεις με στυλό που σε κάποιον σαν και μένα φάνταζε βεβήλωση. Αδυνατώ να πιστέψω πως κάποιος που λατρεύει το διάβασμα δεν λατρεύει και το ίδιο το βιβλίο, δηλαδή τις τυπογραφημένες σελίδες που έχει μπροστά του. Εμείς οι βιβλιοφάγοι έχουμε την ίδια θρησκοληπτική λατρεία που έχουν και οι πιστοί για τους ναούς τους.
Σκέφτηκα πως κάποιος φοιτητής θα το είχε χρησιμοποιήσει σε κάποια εργασία του για την φανταστική λογοτεχνία. Συμβαίνει αυτό, και είναι ένα ελάττωμα που θα έπρεπε να καθιερωθεί σαν ποινικό αδίκημα. Παρόλα αυτά, δεν μπορούσα να φανταστώ σε τι θα μπορούσε να του χρησιμέψει η υπογράμμιση της φράσης:

‘Η αποθήκη ήταν ένα απόμερο κτίσμα που φαινόταν να έχει απορροφήσει ολόκληρη την θλίψη του νεκροταφείου’

Η πρόταση είχε μια ελαφριά λογοτεχνική χροιά αλλά δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Το γιατί είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του φοιτητή ήταν αδύνατον να το καταλάβω. Όπως και οι άλλες που είχε υπογραμμίσει. Δεν έδωσα περισσότερη σημασία και έπιασα να το διαβάζω από την αρχή.
Το μυθιστόρημα με απορρόφησε γρήγορα γιατί ήταν καλογραμμένο, αν και μερικές φορές έβρισκα τον συγγραφέα να φλυαρεί. Καμιά ώρα αργότερα διέκοψα την ανάγνωση και πήγα στην θάλασσα, όπου και διάβασα ένα ακόμα μέρος του ξαπλωμένος κάτω από μια ομπρέλα. Είχα αρχίσει να συμπάσχω με τους νεκροθάφτες και το σταμάτησα δύσκολα όταν μαζεύτηκε η παρέα μου. Αλλά κατάφερα να το αφήσω και να ριχτώ στο κολύμπι και στις ρακέτες.
Μια δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε λίγο αργότερα, όταν ο σερβιτόρος έφερε μία κανάτα νερό στο τραπέζι μας, που για κακή μου τύχη του γλίστρησε από τα χέρια. Χύθηκε ολόκληρη πάνω στα πράγματα μου και το βιβλίο απέκτησε διπλάσιο όγκο. Φούσκωσε και στρέβλωσε σαν παλιά σανίδα. Αν βρίσκω κάτι χειρότερο από τις σημειώσεις σε ένα βιβλίο, αυτό είναι μια κανάτα νερό σε ένα βιβλίο. Καμία ηλιοθεραπεία δεν βοηθά την κατάσταση αν γίνει το κακό.
Προφανώς τις ίδιες απόψεις είχε και η υπάλληλος στην βιβλιοθήκη, που με κοίταζε με ένα φονικό βλέμμα την επόμενη μέρα. Βέβαια, ήταν προσποιητό, γιατί ήξερε καλά πως τύποι σαν κι εμένα είναι αδύνατον να βλάψουν ένα βιβλίο. 
«Δεν είναι αυτό που φαίνεται» της είπα όταν το άφησα στο γραφείο της.
«Μερικές φορές» απάντησε, «είναι αυτό ακριβώς που φαίνεται».
«Εντάξει, το βιβλίο έγινε μούσκεμα, αλλά δεν το έκανα εγώ. Να ξέρεις πάντως ότι τιμώρησα τον ένοχο παραδειγματικά».
«Πώς;»
«Τον πλήρωσα με βρεγμένο χαρτονόμισμα».
Προσφέρθηκα να πληρώσω το βιβλίο αλλά δεν το δέχτηκε. Καταλάβαινε πως ήταν ένα ατύχημα στο οποίο δεν έφερα την ευθύνη, τουλάχιστον όχι την μεγαλύτερη, και μου είπε πως θα το φροντίσει. Το θέμα, όχι το βιβλίο. Το βιβλίο ήταν κατεστραμμένο οριστικά. 
Την ρώτησα αν είχαν κάποιο δεύτερο αντίτυπο γιατί το είχα διακόψει στην μέση και είχε αγωνία. Είχαν όντως. Μου το έφερε και με προειδοποίησε πως δεν υπήρχε τρίτο. Ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να δω πως θα ξεμπλέξουν οι συμπαθητικοί νεκροθάφτες. Την ευχαρίστησα και της υποσχέθηκα πως θα κάνω δωρεά στην βιβλιοθήκη όποιο βίπερ έπεφτε στα χέρια μου. 
Έφυγα και πήγα για έναν καφέ, και το μεσημέρι ξαναπήγα στην θάλασσα. Το βιβλίο παρέμεινε στον σάκο μου γιατί όταν έφτασα οι υπόλοιποι κανόνιζαν αγώνα beach volley και δεν ήθελα να χάσω την κόντρα. Άφησα την πετσέτα πάνω στον σάκο και ευχήθηκα να μην έχουμε κι άλλο ατύχημα με νερό. 
Όταν τελειώσαμε το παιχνίδι, δεν είχε συμβεί το παραμικρό. Αλλά ήμουν ξεθεωμένος κι έτσι δεν διάβασα καθόλου εκείνη την στιγμή. Ξανάπιασα το βιβλίο αργά το απόγευμα, όταν είχα πάει πια στο σπίτι μου.
Ήταν ακριβώς η ίδια έκδοση με το χτεσινό, αν και λιγότερο κακομεταχειρισμένο. Το ξεφύλλισα στα γρήγορα για να βρω το σημείο που είχα μείνει και τότε είδα πως, όπως και το προηγούμενο, έτσι και αυτό είχε πάνω του υπογραμμίσεις. Αλλά ξεπερνώντας τον αρχικό μου εκνευρισμό για τον δράστη, γρήγορα διαπίστωσα πως αυτό δεν ήταν το μόνο περίεργο. Στο βιβλίο είχαν υπογραμμιστεί οι ίδιες ακριβώς φράσεις. 
Αυτό θα ήταν πολύ απλό να εξηγηθεί, και θα μπορούσε να σημαίνει πως εκείνος ο βέβηλος φοιτητής, για κάποιο λόγο, είχε κάνει την ίδια δουλειά και στα δύο βιβλία. Αλλά δεν ήταν ακριβώς έτσι. Υπήρχαν συνολικά επτά υπογραμμισμένες προτάσεις μέσα στο κείμενο, που χτες τις είχα διατρέξει στα πεταχτά χωρίς να δώσω ιδιαίτερη βάση, εκτός από την πρώτη που είχε βρεθεί στον δρόμο μου καθώς διάβαζα κανονικά το μυθιστόρημα. Τώρα έγραφε:

‘Η αποθήκη ήταν ένα απόμερο κτίσμα που φαινόταν να μην έχει απορροφήσει ολόκληρη την θλίψη του νεκροταφείου’

Παρά την γενικότερη αφηρημάδα που με χαρακτηρίζει, ήμουν εκατό τις εκατό βέβαιος πως η φράση στο χτεσινό βιβλίο δεν είχε την λέξη ‘μην’. Θυμόμουν καλά πως η χτεσινή ήταν μια θετική πρόταση, και ότι η αποθήκη είχε απορροφήσει ολόκληρη την θλίψη, και όχι την μισή ή δεν ξέρω και γω τι. Αλλά αυτό που έβλεπα δεν ήταν αυτό που θυμόμουν, και το χειρότερο ήταν πως δεν μπορούσα να το εξηγήσω, καθώς και τα δύο βιβλία ήταν αντίτυπα της ίδιας έκδοσης.
Μετά κατάλαβα πως ίσως να μην ήταν ακριβώς η ίδια έκδοση αλλά κάποια επανέκδοση. Τα βιβλία έμοιαζαν εμφανισιακά και προφανώς ανήκαν στην ίδια τυπογραφική προσπάθεια αλλά σε διαφορετικές εκδόσεις. Σε αυτό που κρατούσα -ή στο άλλο- θα πρέπει να είχαν διορθώσει κάποιο λάθος στην αρχική μετάφραση του κειμένου, γιατί δεν μιλάμε για ένα απλό τυπογραφικό λάθος αλλά για την αλλαγή του νοήματος μιας πρότασης.
Ανέτρεξα στο εξώφυλλο αλλά δεν βρήκα πουθενά τον αριθμό της έκδοσης. Έβλεπα την ονομασία της εκδοτικής, ‘Σφαίρα’, και το έτος της έκδοσης, 1982, αλλά πουθενά δεν διευκρινιζόταν αν το βιβλίο είχε επανεκδοθεί. Έτσι έψαξα στο ίντερνετ για την ιστοσελίδα της εκδοτικής εταιρίας αλλά ούτε εκεί διαφωτίστηκα περισσότερο. Επίσημη σελίδα δεν υπήρχε.
Έψαξα λίγο ακόμα το βιβλίο και διάβασα τις υπόλοιπες σημειωμένες προτάσεις. Δεν έβγαζα κάποιο συμπέρασμα, πέρα από το ότι καμία δεν είχε τυπογραφικό λάθος. Όμως, είχα την αμυδρή εντύπωση πως, σε κανά δυο από αυτές, υπήρχαν νοηματικές αλλαγές επίσης, γιατί ψιλοσκόνταψα όταν τις διάβασα. Δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος αλλά είχα την εντύπωση πως τις θυμόμουν διαφορετικά από χτες. 
Εκείνη τη στιγμή με είχε συνεπάρει το μυστήριο, που σίγουρα δεν θα ήταν καθόλου μυστήριο. Με είχε πιάσει όμως η ίδια έξαψη όπως κάθε φορά που ανακαλύπτω στα βιβλία μία από αυτές που αποκαλώ ‘αλυσίδα επιδράσεων’. Αυτό δεν είναι παρά μια επίδραση ενός συγγραφέα σε έναν άλλον, που δανείζεται μια φράση ή ένα νόημα και τα χρησιμοποιεί εκ νέου ή τα εξελίσσει. Για παράδειγμα, ο τίτλος ‘Ζαχίρ’ του μυθιστορήματος του Κοέλο προέρχεται από το διήγημα ‘Ζαΐρ’ του Μπόρχες, που και στις δύο περιπτώσεις αφορούν την απίστευτη εμμονή ενός ανθρώπου σε κάτι. Του Κοέλο ήταν η εμμονή του πρωταγωνιστή του στην σύζυγο του ενώ του Μπόρχες η εμμονή του ήρωα του σε ένα νόμισμα. Αλλά το διήγημα ‘Ζαΐρ’ του Μπόρχες, οφείλεται στην επιρροή του από το διήγημα του Πόε, ‘Βερενίκη’, που η εμμονή του δικού του ήρωα ήταν ελαφρώς πιο ανατριχιαστική: η εμμονή στα δόντια της καλής του. Με συναρπάζει να ανακαλύπτω πως το βιβλίο ‘Ζαχίρ’ του 2005 έχει τις επιρροές του πίσω στο 1835, τότε που ο Πόε έγραφε το διήγημα του, και ίσως το ‘Ζαχίρ’ να μην υπήρχε ποτέ –αν όχι το θέμα, τουλάχιστον ο τίτλος- αν εκείνος ο ποιητής δεν έγραφε τότε την μακάβρια ιστορία του.
Ίσως να με πείτε ψείρα ή παρανοϊκό, αλλά το πάθος είναι πάθος και ο καθένας κυνηγά τις δικές του φάλαινες. Ήθελα λοιπόν να δω γιατί ήταν σημειωμένες οι προτάσεις και αν είχαν και αυτές διαφορές με τις αντίστοιχες χτεσινές. Για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να τις αντιπαραθέσω με το βρεγμένο βιβλίο, αλλά για να το ξαναπάρω στα χέρια μου θα έπρεπε να περιμένω μέχρι την Δευτέρα γιατί σήμερα ήταν Παρασκευή. Κι έτσι αναγκάστηκα να περάσω το ενδιάμεσο διάστημα καταπραΰνοντας την περιέργεια μου με την ανάγνωση του υπόλοιπου μυθιστορήματος και το τέλος της περιπέτειας των φαντασμάτων.
Η Άννα, όταν με είδε να μπαίνω πρωί πρωί της Δευτέρας στην βιβλιοθήκη, με κοίταξε περίεργη. Με έβλεπε πολύ σύντομα από την τελευταία φορά και το μυαλό της έτρεξε στην καταστροφή και του δεύτερου βιβλίου.
«Όχι» την καθησύχασα, «είναι μια χαρά. Αλλά θα χρειαστώ το πρώτο».
«Τι να το κάνεις;»
«Του οφείλω μια συγνώμη και να το κεράσω ένα καφέ. Το έχεις ακόμα;»
Για καλή μου τύχη, το βιβλίο είχε παραμείνει στο γραφείο της και μου το έδωσε. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να το εξετάσω εξωτερικά αλλά δεν βρήκα καμία διαφορά με το άλλο. Τίποτα δηλαδή που να μαρτυρά πως ήταν διαφορετική σειρά έκδοσης. Το άνοιξα και το ξεφύλλισα βρίσκοντας τις σημειωμένες φράσεις. Η ανάγνωση τους μου αποκάλυψε τις διαφορές με αυτές από το δεύτερο βιβλίο, που τις είχα αποστηθίσει.
Ρώτησα την Άννα τι ήξερε για τις εκδόσεις ‘Σφαίρα’ και ειδικότερα για την έκδοση αυτού του βιβλίου. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ο εκδοτικός οίκος είχε κλείσει εδώ και χρόνια. Αλλά μπορούσε να μου βρει πληροφορίες για το συγκεκριμένο βιβλίο από την βάση δεδομένων της βιβλιοθήκης. Μετά από λίγο μου ανακοίνωσε πως ο τίτλος είχε εκδοθεί μόνο μία φορά, το 1982. Που σημαίνει πως τα βιβλία ανήκαν ακριβώς στην ίδια έκδοση. 
Όσο κι αν ήθελα να μοιραστώ την έκπληξη μου με κάποιον άλλον βιβλιόφιλο, είναι πάντα καλό να μην φαίνεσαι σαν ο περίεργος του χωριού σε κάποιον που δεν γνωρίζεις καλά. Έτσι απέφυγα να της πω τον προβληματισμό μου, τουλάχιστον όχι πριν συγκρίνω διεξοδικά τα δύο βιβλία και καταλήξω σε κάποια λογικά συμπεράσματα. Εκείνη τη στιγμή πάντως, δεν μπορούσα να σκεφτώ κάποιο λόγο που τα δύο βιβλία είχαν αλλαγές μεταξύ τους, έχοντας περάσει από την ίδια τυπογραφική γραμμή. Εκτός κι αν με επηρέαζαν οι ιστορίες τρόμου και είχαν κάνει την φαντασία μου να οργιάζει.
Δεν οργίαζε. Όταν επέστρεψα στο σπίτι και έφερα τα βιβλία δίπλα δίπλα, επιβεβαίωσα πως πράγματι, οι διαφορές υπήρχαν και ήταν νοηματικές. Όλο το υπόλοιπο μέρος των βιβλίων ήταν απολύτως όμοιο, σημάδι της γενετικής τους συγγένειας. 
Δεν έβρισκα κάποια λογική εξήγηση, αν και δεν γνώριζα με λεπτομέρειες πως λειτουργούν οι εκδοτικές και τα τυπογραφικά μηχανήματα. Ίσως κάποιος να είχε την δυνατότητα να κάνει μικροαλλαγές εκτυπώνοντας μερικά βιβλία της γραμμής διαφορετικά, για άγνωστο λόγο. Και αυτός ο άγνωστος λόγος μου έφερε στο μυαλό κάποιο κρυφό μήνυμα, κρυμμένο εντέχνως. Σαν κάποιος να ήθελε να περάσει έναν κώδικα με μια έξυπνη τεχνική.
Κατέγραψα τις διαφορετικές λέξεις και προσπάθησα να τις βάλω σε μια σειρά μήπως και σχημάτιζαν κάποια φράση. Δεν κατάφερα και πολλά. Δοκίμασα μετά να πάρω τα πρώτα γράμματα από κάθε υπογραμμισμένη πρόταση και να τα ενώσω, αλλά ούτε έτσι έβγαινε κάποιο νόημα. Γενικά, κάθε προσπάθεια ‘αποκρυπτογράφησης’ που έκανα έπεσε στο κενό, παρά την όρεξη με την οποία είχα πέσει στην επίλυση του γρίφου. Το μόνο που έμενε να κάνω ήταν να ψάξω τα δύο βιβλία μήπως είχαν κι άλλες φράσεις διαφορετικές μεταξύ τους, που ίσως να είχαν ξεφύγει και να μην είχαν υπογραμμισθεί.
Πέρασα την επόμενη εβδομάδα διαβάζοντας τα διηγήματα του Χέμινγουεϊ και τηρώντας το καθημερινό μου πρόγραμμα. Το πρωί έψαχνα για δουλειά, το μεσημέρι πήγαινα στην θάλασσα, και το βράδυ έβγαινα για κανά ποτό με τις παρέες μου ή παρακολουθούσα καμιά ταινία στην τηλεόραση. Στο ενδιάμεσο, αντιπαρέθετα τα δύο αντίτυπα σελίδα προς σελίδα. Αν και θεωρούσα πως αυτός που είχε σημειώσει τις φράσεις θα ήταν δύσκολο να του είχε ξεφύγει κάτι, είχα μια μικρή ελπίδα μήπως ανακάλυπτα κάτι περισσότερο. Δεν κατάφερα κάτι, πέρα από το ότι ξεφύλλισα ολόκληρο ένα φαφατιασμένο βιβλίο και ένα κανονικό, και έφτασα στο συμπέρασμα πως και στα δύο οι ιστορίες τελείωναν με τον ίδιο τρόπο. 
Επέστρεψα τα βιβλία την επόμενη Δευτέρα. 
«Βλέπω πως έκρυψες τον Χέμινγουεϊ ανάμεσα σε δύο Κινγκ» είπε η Άννα.
«Φοβήθηκα μήπως τον κλέψουν στον δρόμο και τον προστάτεψα» απάντησα. 
Της έδωσα τα δυο αντίτυπα και της έδειξα τις υπογραμμίσεις. Τα φρύδια της έσμιξαν. 
Μου είπε πως τεχνικά υπάρχει η δυνατότητα να τυπωθούν διαφορετικά βιβλία μέσα σε μία έκδοση αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Το μόνο που μπορούσε να φανταστεί ήταν πως θα είχαν ξεκινήσει το τύπωμα και κάπου στην πορεία θα ανακάλυψαν κάποια λάθη. Τότε θα σταμάτησαν την παραγωγή και θα διόρθωσαν τα επόμενα βιβλία. Ακραίο αλλά λογικό.
Εγώ, βέβαια, δεν είπα κουβέντα για κρυφά μηνύματα. Σκόπευα πάντως να γράψω ένα μικρό άρθρο για την περίπτωση και να το ανεβάσω σε ένα μπλογκ λογοτεχνίας και κριτικής βιβλίων που ήμουν μέλος. Εκεί είχα γράψει και για τις ‘αλυσίδες επιδράσεων’, και κάποιοι αναγνώστες είχαν προσθέσει αργότερα και τις δικές τους ανακαλύψεις. Είπα στην Άννα πως θα κρατούσα για λίγες μέρες ακόμα τα δύο αντίτυπα μέχρι να το τελειώσω. 
Την ευχαρίστησα και προχώρησα στο εσωτερικό της βιβλιοθήκης για να διαλέξω καινούργια βιβλία. Κίνησα προς την αμερικάνικη λογοτεχνία, που ήταν δίπλα δίπλα με την αγγλική, και όπου θα έβρισκα κάμποσες ιστορίες τρόμου ή περιπέτειας. Ακόμα δεν είχα όρεξη να διαβάσω κάτι βαρύ και διέτρεξα τις ράχες των βιβλίων εξετάζοντας τους τίτλους τους για κάτι ανάλογο. Μία από τις ελλείψεις της διεθνούς βιβλιογραφίας είναι πως δεν αποφασίζουν αν οι τίτλοι στην ράχη θα είναι στραμμένοι προς τα πάνω ή προς τα κάτω, κι έτσι αναγκάζεσαι να στρίβεις το κεφάλι σου μία δεξιά και μία αριστερά. Όποιος είναι βιβλιοφάγος με καταλαβαίνει.
Το μάτι μου σταμάτησε στο σύμβολο των εκδόσεων ‘Σφαίρα’, πάνω σε μια ράχη. Ήταν μια υδρόγειος που ξεφλούδιζε σαν πορτοκάλι, μόνο που οι φλούδες της ήταν σελίδες βιβλίου. Έμοιαζε σαν να ξεφλούδιζες τον κόσμο. Το θυμόμουν έντονα γιατί το είχα κοιτάξει πολλές φορές τις προηγούμενες μέρες. 
Τράβηξα το βιβλίο αλλά όχι γιατί με ενδιέφερε να το δανειστώ. Αυτό που έκανα ήταν να το ξεφυλλίσω και να δω αν είχε υπογραμμισμένες φράσεις. 
Δεν ξέρω τι ακριβώς περίμενα να βρω αλλά δεν ανακάλυψα τίποτα. Ήταν πεντακάθαρο. Το έβαλα στην θέση του και έψαξα τριγύρω για το σηματάκι της ‘Σφαίρας’. Αλλά μου ήρθε μια καλύτερη ιδέα και ξαναπήγα στην υπάλληλο.
«Μπορείς να μου βρεις στον υπολογιστή ποια βιβλία της ‘Σφαίρας’ έχετε;» την ρώτησα.
«Θα τα ψάξεις όλα;»
«Στην έρευνα είμαι τυπικότατος» απάντησα, «αλλά στην προκειμένη περίπτωση θα ήθελα μόνο τους τίτλους που έχετε παραπάνω από ένα αντίτυπα». Είχα σκεφτεί πως ίσως υπήρχαν κι άλλα βιβλία με υπογραμμίσεις, και αν κάποιος τα είχε σημειώσει, για να βρει τις διαφορές θα έπρεπε να έχει ένα μέτρο σύγκρισης, δηλαδή ένα δεύτερο αντίτυπο.
Σε λίγο εμφανίστηκε μια λίστα στην οθόνη της Άννας. Ήταν καμιά σαρανταριά τίτλοι, και με ενημέρωσε πως μόνο δύο από αυτούς ικανοποιούσαν τα κριτήρια μου. Μου είπε τα ράφια τους και πήγα να τα βρω.
Η πρώτη μου προσπάθεια υπήρξε άκαρπη. Και η δεύτερη το ίδιο, προς απογοήτευση μου. Κανένα από αυτά τα βιβλία δεν είχε την παραμικρή υπογράμμιση. Παρόλα αυτά, πήρα δύο αντίτυπα με τον τίτλο ‘Βροχή του Ιούνη’, ενός Τσέχου συγγραφέα, και τα δανείστηκα. Δεν έχανα τίποτα να τους ρίξω ένα μάτι στο σπίτι. Ίσως να φαινόμουν τυχερός. Εξάλλου, έψαχνα και κάτι για να διαβάσω, οπότε θα μπορούσα να το συνδυάσω με το θέμα που με είχε εξιτάρει.
Διάβασα το πρώτο αντίτυπο μέσα σε δύο μέρες. Από πλευράς μεγέθους ήταν μέτριο, αλλά με φυσιολογικούς ρυθμούς θα χρειαζόμουν τουλάχιστον πέντε μέρες για να το τελειώσω. Αυτές τις δύο μέρες οι παρέες μου με έχασαν, όπως και την τρίτη, που ξεκίνησα να διαβάζω το δεύτερο αντίτυπο. Καθ’ όλη την διάρκεια της ανάγνωσης είχα το πρώτο δίπλα μου και κρατούσα ένα μολύβι στο χέρι. Το ελάχιστο που θα μπορούσα να κάνω ήταν να τραβήξω μια πολύ απαλή γραμμή κάτω από μια φράση αν την έβρισκα διαφορετική. Τόσο απαλή που, όχι μόνο θα μπορούσε να σβηστεί από γόμα, αλλά θα ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Μέχρι το μεσημέρι της τέταρτης μέρας είχα διαβάσει τα δύο τρίτα και του δεύτερου βιβλίου, και δεν είχα βρει απολύτως τίποτα. Πιστεύω πως αν υπήρχαν διαφορές θα έπρεπε να ήταν μοιρασμένες σε όλη την έκταση του, κι έτσι θα έπρεπε να είχα ήδη εντοπίσει κάποια. Το χάος, βλέπετε, έχει μια τάξη μέσα στην αταξία του. Ωστόσο, δεν σκόπευα να σταματήσω την ανάγνωση μέχρι να φτάσω στην τελευταία σελίδα. 
Στο μεταξύ, η φαντασία μου είχε φτιάξει μια ολόκληρη κατασκοπευτική ιστορία. Σκεφτόμουν την ‘Σφαίρα’ σαν μία εκδοτική βιτρίνα, όπου μέσα από τις κρυμμένες διαφορές θα περνούσε τα μηνύματα της στους πράκτορες της. Αυτό δεν ήταν τόσο δύσκολο να γίνει. Απλώς θα έφτιαχνε ένα μοναδικό και ανεπαίσθητα διαφορετικό βιβλίο από τα υπόλοιπα της έκδοσης και θα το έστελνε στον πράκτορα της. Το μόνο που θα έκανε εκείνος για να διαβάσει το μήνυμα θα ήταν να το αντιπαραθέσει με ένα οποιοδήποτε άλλο βιβλίο της έκδοσης. Εξασφαλίζοντας μάλιστα πολύ μεγάλο βαθμό ασφάλειας γιατί, ακόμα και αν διάβαζε το βιβλίο κάποιος τρίτος, θα ήταν αδύνατον να εντοπίσει τι κρύβει αφού αυτό θα προϋπόθετε να το έχει ξαναδιαβάσει. 
Όλα αυτά μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο.
«Γιάννη;» είπε μια γυναικεία φωνή.
«Άννα;» είπα κάπως έκπληκτος.
«Πώς πάει το άρθρο σου;»
«Καθυστερεί» απάντησα. Μετά θυμήθηκα πως η βιβλιοθήκη είχε όλα τα στοιχεία μου, μαζί και το τηλέφωνο μου, και μου έφυγε η έκπληξη. Της απάντησα χιουμοριστικά ως συνήθως. «Χρειάζομαι επιπλέον αποδείξεις ώστε να ξεσκεπάσω την βιτρίνα της ‘Σφαίρας’ σαν συνωμοτική σπείρα».
«Τσάμπα ψάχνεις» μου απάντησε.
«Γιατί;»
«Γιατί υπάρχουν κι άλλες εκδοτικές που έχουν κάνει το ίδιο. Εκτός αν κι αυτές συνωμοτούσαν με την ‘Σφαίρα’». 
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ πως υπάρχουν κι άλλα βιβλία στην βιβλιοθήκη με υπογραμμισμένες διαφορές, που εκδόθηκαν όμως από διαφορετικούς οίκους».
Και μου εξήγησε πώς το ανακάλυψε.
Η δική της προσέγγιση ήταν πολύ απλή. Και καλύτερη από την δική μου. Απλώς έκατσε να ψάξει στον υπολογιστή ποιος είχε δανειστεί και τα δύο αντίτυπα του βιβλίου του Κινγκ. Αν έψαχνε μόνο το ένα αντίτυπο θα έβγαζε δεκάδες ονόματα. Αλλά και τα δύο; Μόνο εγώ και άλλος ένας το είχαν κάνει. 
Έπειτα κοίταξε όλα τα βιβλία που είχε δανειστεί εκείνος ο άλλος, και είδε πως υπήρχαν αρκετοί τίτλοι που είχε δανειστεί πάνω από ένα αντίτυπο τους. Το μόνο που έκανε τότε η Άννα ήταν να ξεφυλλίσει τους συγκεκριμένους τίτλους και να βρει ποιοι έχουν σημειώσεις.
Κοίταξα το ρολόι και ήταν περασμένες δύο. Ήμουν έτοιμος να τρέξω στην βιβλιοθήκη και να δω τα εν λόγω βιβλία, αλλά είχε κλείσει. Και ακολουθούσε Σαββατοκύριακο. Γιατί όλες οι αποκαλύψεις να γίνονται Παρασκευή; Θα έπρεπε να κάνω υπομονή δύο ολόκληρες μέρες, για να μην συμπεριλάβω και την υπόλοιπη σημερινή, αλλά δεν ήξερα πως θα καταφέρω να αντέξω έτσι που είχε φουντώσει η περιέργεια μου.
«Η υπομονή είναι μεγάλο προσόν» μου είπε η Άννα. «Αλλά μιας κι εγώ είμαι πολύ περίεργη τώρα πια, μην ανησυχείς, έχω τα βιβλία μαζί μου».
Συναντηθήκαμε το ίδιο απόγευμα σε μια καφετέρια. Εγώ πήγα μισή ώρα νωρίτερα, τόσο είχε αυξηθεί το ενδιαφέρον μου από αυτή την ιστορία, και κάθισα κοντά σε ένα παράθυρο για να κοιτάω έξω. Την είδα να έρχεται και να μπαίνει μέσα με μια σακούλα βιβλία που τα άφησε στο τραπέζι.
«Ορίστε, Σέρλοκ» μου είπε.
«Είσαι υπέροχη» απάντησα. Και αμέσως μετά πήρα ένα μυστικοπαθές ύφος. «Βεβαιώθηκες ότι δεν σε παρακολούθησε κανείς;»
«Μην ανησυχείς, ξεφορτώθηκα τον τύπο με την καμπαρτίνα και το καπέλο λίγο πριν την γωνία» μου απάντησε.
Έβγαλε έξι βιβλία, τρεις τίτλους από δύο αντίτυπα ο καθένας. Κράτησε τα δύο και μου έδωσε τα άλλα τέσσερα. 
Ο ένας τίτλος ήταν το ‘Ολιβερ Τουίστ’ του Ντίκενς, εκδόσεις ‘Χάραμα’, και ο δεύτερος το ‘Μέχρι το φάρο’, της Βιρτζίνια Γουλφ, εκδόσεις ‘Πένα’. Είχα διαβάσει και τα δύο βιβλία αλλά από άλλους εκδοτικούς οίκους, πιο σύγχρονους. Αυτούς που κρατούσα στα χέρια μου δεν τους γνώριζα. 
Η Άννα μου είπε πως ήταν παλιοί εκδοτικοί που πλέον είχαν κλείσει, όπως και η ‘Σφαίρα’. Αυτό ήταν άσχημο γιατί δεν θα μπορούσα να ρωτήσω κατευθείαν τους οίκους για αυτά τα βιβλία. Αν επέμενα να βρω μια απάντηση, θα έπρεπε να βρω άλλο τρόπο. Κράτησα πάντως το γεγονός ότι δεν ανέγραφαν στο εξώφυλλο τους σε ποιον αριθμό έκδοσης ανήκαν.
Ξεφύλλισα τα βιβλία και διάβασα τις προτάσεις. Διαπίστωσα πως είχαν παρόμοιες αλλαγές με αυτές που είχα ανακαλύψει κι εγώ. Δεν υπήρχαν ορθογραφικά λάθη, μόνο μικρές αλλαγές που άλλαζαν το νόημα της πρότασης. Και αυτές οι αλλαγές δεν ήταν κάτι συνταρακτικό. Τίποτα που να μαρτυρά κάτι περισσότερο. Δύο από τις πιο ενδεικτικές ήταν οι εξής:

‘Έλεγε τα πιο μελαγχολικά πράγματα, όμως είχε προσέξει ότι μόλις τα έλεγε, έδειχνε πάντα πιο εύθυμος από συνήθως’
‘Έλεγε τα πιο στενάχωρα πράγματα, όμως είχε προσέξει ότι μόλις τα έλεγε, έδειχνε πάντα πιο εύθυμος από συνήθως’

που ήταν από το βιβλίο της Βιρτζίνια Γουλφ. Ενώ από του Ντίκενς:

‘Εκείνη είχε πάρει τη θέση της μπροστά στην φωτιά και καθόταν εκεί, ακίνητη’
‘Εκείνη είχε πάρει τη θέση της μπροστά στην φωτιά και καθόταν εκεί, αμίλητη’

Έβγαλα ένα σημειωματάριο για να καταγράψω όλες τις φράσεις και να τις μελετήσω στο σπίτι με την ησυχία μου, αλλά η Άννα μου είπε πως είχε νοικιάσει τα βιβλία στο όνομα της και ότι μπορούσα να τα κρατήσω. Την ευχαρίστησα και την ρώτησα αν έχει κάποια θεωρία. Μου είπε πως δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι άλλο πέρα από μεταφραστικές διορθώσεις που έγιναν στην ίδια έκδοση. Αν, βέβαια, ήταν ίδια έκδοση μεταξύ τους αυτά τα βιβλία. Η δική μου θεωρία πάντως ήταν πιο ενδιαφέρουσα: είχαν τρελαθεί τα τυπογραφικά μηχανήματα. 
Μετά η Άννα έβαλε στο τραπέζι τα δύο αντίτυπα που είχε κρατήσει για το τέλος. Ήταν ‘Τα 39 σκαλοπάτια’ του Τζων Μπιούκαν, εκδόσεις ‘Ηλιος’. Άλλος ένας εκδοτικός οίκος που είχε κλείσει, όπως μου είπε. Μόνο που οι υπογραμμισμένες φράσεις αυτών των βιβλίων δεν είχαν καμία διαφορά μεταξύ τους. Ήταν ίδιες.
Μπερδεύτηκα και την κοίταξα απορημένος. Πήρα τα βιβλία και τα έψαξα, και είχε δίκιο. Οι σημειωμένες προτάσεις ήταν όμοιες. Φαίνεται πως είχα φτάσει σε εντελώς λάθος συμπεράσματα μέχρι τώρα, αλλά η Άννα δεν με άφησε να κρατήσω για πολύ αυτή την εντύπωση. 
«Στην βιβλιοθήκη έχουμε αυτά τα δύο αντίτυπα» είπε, «αλλά εκείνος ο τύπος τότε είχε δανειστεί τρία. Και το τρίτο αντίτυπο δεν υπάρχει πια».
«Πού σημαίνει;»
«Που σημαίνει πως μάλλον το κράτησε».
Αν η περιέργεια μου είχε μεγαλώσει από την αποκάλυψη των υπογραμμίσεων, τώρα κορυφώθηκε για τα καλά.
Αυτό το συμβάν είχε γίνει πριν από έξι χρόνια. Το τρίτο αντίτυπο δεν είχε εμφανιστεί σε άλλη ενοικίαση από τότε, ο τύπος που το είχε νοικιάσει ήταν ο τελευταίος. Έκτοτε είχε εξαφανιστεί και ο ίδιος από την βιβλιοθήκη, πράγμα που έμοιαζε να επιβεβαιώνει το σκεπτικό της Άννας. Εγώ πρόσθεσα πως, αφού υπήρχαν υπογραμμίσεις, θα έπρεπε να υπάρχει τουλάχιστον ένα αντίτυπο με διαφορετικές προτάσεις. Κι αν δεν ήταν διαφορετικά τα δύο αντίτυπα που είχαμε στα χέρια, τότε μόνο ένα μπορούσε να είναι το διαφορετικό: εκείνο που είχε κρατήσει.
Η Άννα είχε σημειώσει το όνομα του και τα στοιχεία του. Τον έλεγαν Αντώνη Χριστάκη και σήμερα πρέπει να ήταν σαράντα πέντε χρονών. Μάλιστα του είχε τηλεφωνήσει ήδη αλλά το τηλέφωνο ήταν νεκρή γραμμή. Υποθέσαμε πως ή θα είχε αλλάξει τηλέφωνο ή θα είχε μετακομίσει. Συμφωνήσαμε να επισκεφτούμε την διεύθυνση του το ίδιο απόγευμα.
Είχαμε δίκιο για την μετακόμιση. Στο διαμέρισμα συναντήσαμε τους νέους ένοικους του σπιτιού, ένα ζευγάρι με ένα μωρό στην αγκαλιά της γυναίκας, που δεν είχαν ιδέα ποιος ήταν ο προηγούμενος νοικάρης. Αν και ήταν επιφυλακτικοί μαζί μας, σκαρφίστηκα ένα παραμύθι για κάτι παλιά αλλά σπάνια βιβλία που ήθελα να επιστρέψω στον παλιό μου φίλο -αυτά που κρατούσα στην σακούλα- και τον έψαχνα. Τους ζήτησα το τηλέφωνο του ιδιοκτήτη της πολυκατοικίας μήπως με εξυπηρετήσει αυτός και μου το έδωσαν. 
Με αυτόν φανήκαμε πιο τυχεροί γιατί ο Αντώνης Χριστάκης αποδείχτηκε συγγενής του. Αλλά μας είπε πως είχε μετακομίσει πλέον στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Αν θέλαμε να τον επισκεφτούμε θα έπρεπε να ετοιμαστούμε για ταξίδι. Μας έδωσε πάντως πρόθυμα το κινητό του, ειδικά όταν του αναφέραμε την λέξη ‘βιβλία’, γιατί φάνηκε να κατανοεί απόλυτα την κατάσταση.
Κατεβήκαμε στο ισόγειο και σταματήσαμε για να σκεφτούμε. Μπορεί να είχαμε το τηλέφωνο του αλλά δεν ξέραμε τι να του πούμε. Δεν γνωρίζαμε αν και πόσο εύθραυστη είναι αυτή η ιστορία, που ίσως τελικά και να ήταν μια πραγματικά κατασκοπευτική ιστορία. Ακόμα κι αν δεν ήταν όμως, ήταν αρκετά παράξενη, και δεν είναι εύκολο να μιλάς έτσι ξαφνικά με έναν άγνωστο για τις παραξενιές του, όπως στην προκειμένη περίπτωση το διάβασμα και το υπογράμμισμα αντιτύπων.
Καταλήξαμε με την Άννα πως το καλύτερο θα ήταν να πούμε την αλήθεια. Το μόνο που θα έπρεπε να προσέξουμε ήταν να μην φανεί πως τον κατηγορούμε για το βιβλίο που έλειπε από την βιβλιοθήκη. Το τελευταίο πράγμα που θέλαμε ήταν να μας κλείσει το τηλέφωνο. 
Κάτσαμε στα σκαλοπάτια και κάλεσα τον αριθμό. Μόλις άκουσα –με αγωνία- να καλεί, έβαλα το τηλέφωνο σε ανοικτή ακρόαση. 
Η φωνή που μας απάντησε ήταν βραχνή. Συστήθηκα και του είπα πως τηλεφωνούσα εκ μέρους της βιβλιοθήκης. Τον ρώτησα μήπως τον ενοχλούσα και μετά του είπα πως θα ήθελα να του μιλήσω για κάποια υπογραμμισμένα αντίτυπα. Όταν το άκουσε αυτό, από το τηλέφωνο βγήκε μια δυσοίωνη σιωπή, που διακόπηκε λίγο αργότερα από την φωνή του:
«Και;»
Δεν ρωτούσε ειρωνικά. Ρωτούσε με αγωνία.
Του ανέφερα όλη την ιστορία από την αρχή, όσο πιο συνοπτικά μπορούσα.
«Παράτα το, φίλε» μου είπε απογοητευμένος όταν τελείωσα. «Νόμιζα πως θα μου έλεγες κάτι περισσότερο, για αυτό έκατσα και σ’ άκουσα».
«Δηλαδή, ούτε εσείς γνωρίζετε;»
«Δεν έχω ιδέα. Το μόνο που ξέρω είναι πως έφαγα πολύ μεγάλο διάστημα να ψάχνω μια εξήγηση. Δεν κατάφερα απολύτως τίποτα. Σε συμβουλεύω να το παρατήσεις κι εσύ πριν χάσεις τον χρόνο σου. Δεν πρόκειται να βρεις τι συμβαίνει».
«Μήπως το βιβλίο που κρατήσατε...» πήγα να πω αλλά με διέκοψε.
«Για ένα λόγο το κράτησα. Επειδή διέφερε από τα άλλα δύο. Όπως και από μερικά ακόμα που τσέκαρα από άλλη δανειστική. Έτσι το κράτησα και αποφάσισα να βρω αν υπήρχε κάποιο ίδιο με αυτό. Ίσως να είμαι ο μόνος που έχει ελέγξει τόσα πολλά αντίτυπα από ΄Τα 39 σκαλοπάτια’ του ‘Ηλιου’. Και ακόμα δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι πως αυτό το αντίτυπο διαφέρει από όλα τα υπόλοιπα της ίδιας έκδοσης που έχω ψάξει μέχρι τώρα. Δείχνει να είναι μοναδικό αλλά δεν μπορώ να ξέρω στα σίγουρα. Για να βεβαιωθώ θα έπρεπε να περάσουν από τα χέρια μου όλα τα βιβλία της ίδιας έκδοσης, πράγμα αδύνατο». 
Απογοητεύτηκα τελείως από την εξέλιξη της συζήτησης. Από την αρχή σκεφτόμουν πως εκείνος πρέπει να είχε κάποια εξήγηση, μου φαινόταν αδιανόητο να διαβάζει απλώς διάφορα αντίτυπα και να υπογραμμίζει διαφορές. Ποιος στην ευχή θα καθόταν να κάνει τέτοιο πράγμα; Αλλά είχα πέσει έξω.
«Δηλαδή» έκανα μια ακόμα προσπάθεια, «όλες αυτές οι υπογραμμίσεις που κάνατε δεν σας αποκάλυψαν τίποτα;»
«Οι υπογραμμίσεις; Και ποιος σου είπε πως τις έκανα εγώ;»
«Τι εννοείτε;»
«Εγώ δεν έκανα καμία υπογράμμιση. Εγώ, φίλε μου, τα σέβομαι τα βιβλία. Έτσι τα βρήκα. Τις πέτυχα μια φορά τυχαία και έτσι ανακάλυψα πως υπήρχαν. Αλλά εγώ δεν είχα έτοιμη μια λίστα με υπογραμμισμένα βιβλία όπως την βρήκες εσύ, κοιτώντας αυτά που δανείστηκα εγώ. Έκατσα κι ξεφύλλισα όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης για να βρω ποια ήταν σημειωμένα. Όποιος τα είχε υπογραμμίσει, βλέπεις, δεν είχε καταχωρηθεί ποτέ στα αρχεία της βιβλιοθήκης».
«Θέλετε να πείτε ότι δεν συγκρίνατε εσείς στα αντίτυπα;»
«Εννοείς να κάτσω να διαβάζω τα ίδια αντίτυπα ψάχνοντας διαφορές; Μόνο ένας τρελός θα έκανε κάτι τέτοιο. Εγώ απλώς έπεσα πάνω τους. Το μόνο που έκανα ύστερα ήταν να τα ξεφυλλίζω, και μετά να ψάξω να βρω γιατί είχαν διαφορές. Ξέρεις, μήπως υπήρχε κάποιος κώδικας στις προτάσεις, γιατί είχα κολλήσει με τον γρίφο. Όσο για τα αντίτυπα από τα ‘39 σκαλοπάτια’ που έλεγξα μετά, απλώς έλεγχα τις συγκεκριμένες φράσεις κάθε αντιτύπου. Δεν καθόμουν να το διαβάσω ολόκληρο».
Πήρα μια αμήχανη εισπνοή προσπαθώντας να σχηματίσω κάποια άλλη ερώτηση, που δεν έβρισκα εκείνη τη στιγμή. Ήμουν ολοκληρωτικά μπερδεμένος. 
Εκείνος με πρόλαβε. «Άκου. Η συμβουλή μου είναι να τα παρατήσεις. Τώρα, αν επιμένεις να συνεχίσεις, δικαίωμα σου. Το τηλέφωνο μου το έχεις, και αν βρεις τι συμβαίνει πες το μου κι εμένα. Μέχρι τότε όμως δεν ξέρω να σου πω κάτι περισσότερο. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι ίσως –και το λέω με κάθε επιφύλαξη- ίσως να υπάρχει ένα μοναδικό βιβλίο ανά έκδοση. Το πώς και το γιατί, δεν έχω ιδέα. Και προτιμώ να μην χάσω άλλο χρόνο ψάχνοντας απαντήσεις».
Κάπου εκεί τελειώσαμε την συζήτηση κι έμεινα με την Άννα να κοιτάζουμε μουδιασμένοι το τηλέφωνο. 
Προσπαθήσαμε να αναλύσουμε αυτά τα λίγα που είχαμε μάθει αλλά δεν προέκυψε κάτι πιο επεξηγηματικό. Μείναμε με την θεωρία πως το βιβλίο που είχε κρατήσει πρέπει να ήταν ξεχωριστό από όλα τα υπόλοιπα της γενιάς του, και ενδεχομένως να υπήρχε ένα μοναδικό και ξεχωριστό βιβλίο ανά έκδοση.
Επέστρεψα στο σπίτι μου προβληματισμένος, κρατώντας την σακούλα με τα βιβλία. Στην αρχή πέρασα τον χρόνο μου με βροχή από σκέψεις αλλά δεν κατέληξα κάπου. Έτσι, άπλωσα τα βιβλία σε ένα τραπέζι και έριξα άλλη μια ματιά στις μυστηριώδεις φράσεις. Δεν υπήρχε τίποτα που να τα δένει όλα αυτά, ή τουλάχιστον δεν μπορούσα να το βρω εγώ. Έκατσα κι έγραψα εκείνο το άρθρο που σκεφτόμουν και το ανέβασα στο μπλογκ, μήπως μάζευα καμιά πληροφορία από κει. Το πολύ πολύ να έβρισκα κάποιον ακόμα τίτλο βιβλίου με διαφορές.
Στο μεταξύ, η Άννα μου είχε πει πως θα ρωτούσε την προϊσταμένη της για τον τρόπο δανεισμού της βιβλιοθήκης πριν από δέκα χρόνια και βάλε. Ίσως τότε να μην είχε μηχανογραφηθεί το σύστημα ακόμα, και να υπήρχε κάποιος μπακαλίστικος τρόπος για να σημειώνονται οι κινήσεις. Ίσως να υπήρχε ακόμα κάπου εκείνο το τεφτέρι και να βρίσκαμε ποιος είχε δανειστεί και υπογραμμίσει τα βιβλία. Το κακό ήταν πως η προϊσταμένη της είχε αναλάβει την βιβλιοθήκη μόλις τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, όλο και κάτι θα ήξερε για τις παλιές διαδικασίες. 
Τις επόμενες μέρες δεν υπήρξε κάποια εξέλιξη. Έψαξα πολλές φορές τις υπογραμμισμένες φράσεις χωρίς αποτέλεσμα, και τελείωσα την ‘Βροχή του Ιούνη’ κάνοντας μια τρύπα στο νερό. Από τα βιβλία που μου είχε φέρει η Άννα, αναρωτήθηκα ποια αντίτυπα να ήταν τα μοναδικά της οικογένειας τους. Έβαλα στο πρόγραμμα να βρω μερικά αντίτυπα ακόμα για να το διαπιστώσω.
Το τεφτέρι της βιβλιοθήκης βρέθηκε τελικά, και έτρεξα αμέσως μόλις με ειδοποίησε η Άννα. Το θέαμα όμως ήταν αποκαρδιωτικό: πέντε σκονισμένοι τόμοι στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, με όλους τους δανεισμούς που είχαν γίνει από την ημέρα της ίδρυσης της. Το να ψάξεις σε όλους αυτούς δεν ήταν απλώς δύσκολο, ήταν μαζοχιστικό. Ίσως για αυτό να εξασφάλισε η Άννα τόσο εύκολα την έγκριση της προϊσταμένης να τους ψάξει κάποιος άλλος εκτός από το προσωπικό της βιβλιοθήκης.
Έπιασα τον τελευταίο τόμο και διέτρεξα τις γραμμές από το τέλος προς την αρχή, αλλά χάθηκα τόσο γρήγορα που χρειάστηκε να ξεκινήσω από την αρχή. Και την επόμενη φορά το ίδιο έγινε. Ήταν ένα γραφειοκρατικό χάος. Συνειδητοποίησα πως θα ήταν από τα πιο δύσκολα και βασανιστικά πράγματα που είχα κάνει μέχρι τώρα στην ζωή μου.
«Καλό κουράγιο» μου είπε η Άννα και με χτύπησε στην πλάτη.
Το πήρα απόφαση και στρώθηκα στη δουλειά. Σημείωσα τους κωδικούς των υπογραμμισμένων βιβλίων και τους έψαξα σέρνοντας το δάκτυλο μου γραμμή προς γραμμή, σελίδα προς σελίδα. Όπου έβρισκα έναν δανεισμό, σημείωνα το όνομα του πελάτη και προχωρούσα παρακάτω. Σκοπός μου ήταν να βρω ποιος είχε νοικιάσει και τα δύο αντίτυπα των βιβλίων.
Στο ενδιάμεσο σκεφτόμουν πως ο Αντώνης Χριστάκης είχε πει πως ‘όποιος τα είχε υπογραμμίσει δεν είχε καταχωρηθεί ποτέ στα αρχεία της βιβλιοθήκης’. Φαινόταν τόσο σίγουρος που ήταν σαν να είχε ψάξει όλο αυτό το χαρτομάνι και να μην τον είχε βρει. Σκέφτηκα πως ίσως πράγματι να είχε ελέγξει όλους αυτούς τους τόμους. Και αν το είχε κάνει αυτός τότε δεν χρειαζόταν να το επαναλάβω κι εγώ. Αλλά αυτό ήταν μια φτηνή δικαιολογία από μέρους μου για να κλείσω αυτό το εκνευριστικό χαρτομάνι, και δεν το έκανα.
Τελείωσα το ψάξιμο την επόμενη μέρα, βλέποντας ημερομηνίες και γράμματα όπου κι αν σήκωνα το βλέμμα μου. Και το χειρότερο ήταν πως δεν είχα βρει τίποτα. Είχα δουλέψει όσο πιο σχολαστικά μπορούσα αλλά δεν είχα εντοπίσει τίποτα το ενδιαφέρον. Μάλλον είχε δίκιο ο Χριστάκης. Βέβαια, είχε πει και κάτι άλλο, ότι δεν πρόκειται να βρω τι συμβαίνει. Αλλά εδώ έκανε λάθος γιατί η τύχη έδωσε και κατάφερα να κάνω μια πρόοδο σε σχέση με αυτόν, και να βρω τελικά ποιος είχε υπογραμμίσει τα βιβλία.
Είχε περάσει περίπου ένας μήνας. Είχε μπει Σεπτέμβρης και τελείωνε και αυτός, όταν με πήραν τηλέφωνο για να δώσω συνέντευξη για μια δουλειά. Ζητούσαν εργάτη αποθήκης σε ένα εργαστήριο παραγωγής σοκολάτας και, παρόλο που δεν είχα καμία σχέση με το αντικείμενο, χρειαζόμουν δουλειά. Κλείσαμε ραντεβού και βρέθηκα ένα πρωινό στις εγκαταστάσεις τους. 
Με οδήγησαν στο γραφείο προσωπικού και συνάντησα την υπεύθυνο, που όπως αποδείχτηκε ήταν η σύζυγος του ιδιοκτήτη. Μιλήσαμε για λίγο αλλά χρειάστηκε να διακόψουμε καθώς παρουσιάστηκε ένα μικρό πρόβλημα στην παραγωγή. Μου ζήτησε να την περιμένω μερικά λεπτά και με άφησε μόνο. Περιμένοντας την, παρατήρησα ένα βιβλίο πάνω στο γραφείο της, που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Ο τίτλος ήταν ‘Καταμεσής του πελάγου’, μιας Ελληνίδας συγγραφέας, και δεν το είχα ξαναδεί. Διάβασα την υπόθεση του στο οπισθόφυλλο και ήταν μια από αυτές τις συνηθισμένες -και υπερφίαλες- αισθηματικές ιστορίες. 
Η υπεύθυνη μπήκε στο γραφείο καθώς εξέταζα το βιβλίο της. Αποδείχτηκε βιβλιοφάγος και πιάσαμε λίγο την κουβέντα για την λογοτεχνία. Μου είπε πως είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη στο σπίτι καθώς όλοι στην οικογένεια –πλην του υιού- διάβαζαν με μανία. Μερικές φορές μάλιστα αναγκαζόντουσαν να μαζεύουν τα πιο παλιά βιβλία για να κάνουν χώρο, και για να μη τα πετάξουν τα έκαναν δωρεά στην βιβλιοθήκη.
Με το άκουσμα της λέξης ‘δωρεά’ τινάχτηκα. Εντάξει, όχι όσο για να φανώ παλαβός, αλλά μια αναλαμπή πέρασε από τα μάτια μου. Συνειδητοποίησα πως η βιβλιοθήκη δεν αγοράζει όλα της τα βιβλία, πολλά από αυτά προέρχονται από δωρεές. Αν λοιπόν κανένας αναγνώστης δεν είχε υπογραμμίσει εκείνα τα βιβλία, τότε ίσως να τα είχε υπογραμμίσει εκείνος που τα είχε κάνει δωρεά.
Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να συγκεντρωθώ και να τελειώσω την συνέντευξη. Και μόλις το έκανα, φυσικά, έτρεξα στην βιβλιοθήκη.
Η Άννα με άκουσε και πήγε στην προϊσταμένη της. Μετά πήγε στην αποθήκη και επέστρεψε με ένα δεύτερο τεφτέρι, παμπάλαιο και ξεθωριασμένο. Όλες οι παλιές δωρεές ήταν γραμμένες εκεί. Όπως, προς μεγάλη μου ευχαρίστηση, και το όνομα του ιδιοκτήτη των περιβόητων βιβλίων. 
Ο αριθμός των βιβλίων που κάποτε ήταν δικά του και τώρα κοσμούσαν την βιβλιοθήκη ήταν συγκλονιστικός. Ήταν μια πολύ γενναιόδωρη προσφορά, που είχε αυξήσει σημαντικά την βιβλιογραφία της δανειστικής. Θα μπορούσες να την χαρακτηρίσεις και ως ευεργετική. Το πιο σημαντικό όμως ήταν πως μέσα της υπήρχαν και όλα τα υπογραμμισμένα βιβλία. Δεν είχα πολλές αμφιβολίες πλέον για το ποιος είχε κάνει τις υπογραμμίσεις.
Η Άννα με συγκράτησε μέχρι να τελειώσει την δουλειά της γιατί ήθελε να έρθει και αυτή όταν θα τον επισκεπτόμουν. Κι έτσι έκανα –με δυσκολία, βέβαια.
Το σπίτι του ήταν μια παλιά μονοκατοικία έξω από την πόλη. Ήταν απόγευμα και μας άνοιξε ο γιος του, ένας πενηντάρης που έμενε πια εκεί με την γυναίκα του. Δεχτήκαμε τα δυσάρεστα νέα με μια γκριζωπή διάθεση. Ο πατέρας του είχε αφήσει αυτόν τον κόσμο εδώ και δώδεκα χρόνια.
«Και έρχεστε από την βιβλιοθήκη;» μας ρώτησε καθώς μας είδε πτοημένους.
«Ναι» απάντησα. «Θέλαμε να τον ρωτήσουμε για κάτι βιβλία που είχε χαρίσει παλιά εκεί».
Ο γιος του κούνησε το κεφάλι του. «Ο πατέρας μου ήταν λάτρης των βιβλίων. Κάποτε όλο το σπίτι ήταν γεμάτο από αυτά. Αλλά την δωρεά δεν την έκανε αυτός, την κάναμε εμείς. Εκείνος δεν υπήρχε περίπτωση να τα αποχωριστεί».
«Καταλαβαίνω» είπα.
«Απλώς δώσαμε το όνομα του πατέρα μου στην δωρεά αφού δικά του ήταν τα βιβλία».
Γνέψαμε με κατανόηση.
«Μερικά από αυτά που δωρίσατε είχαν κάποιες υπογραμμίσεις» είπε η Άννα. «Αυτά τα αντίτυπα διαφέρουν μεταξύ τους και δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον λόγο. Δεν ήταν πολλές οι διαφορές, μερικές λέξεις μόνο. Αλλά ήταν ίδια έκδοση μεταξύ τους και λογικά δεν θα έπρεπε να διαφέρουν. Υποθέσαμε πως τις υπογραμμίσεις θα τις είχε κάνει ο πατέρας σας και θέλαμε να τον ρωτήσουμε αν ήξερε τον λόγο που ήταν διαφορετικά αυτά τα βιβλία…»
Ο γιος του χαμογέλασε. «Τους ‘μαύρους κύκνους’ εννοείτε;»
«Τους μαύρους κύκνους;…» έκανα εγώ.
«Βιβλία που βγαίνουν διαφορετικά από τα υπόλοιπα της εκδοτικής γραμμής. Ξεχωριστά από τα υπόλοιπα, σαν μαύροι κύκνοι. Τουλάχιστον έτσι τα αποκαλούσε ο πατέρας μου. Και ναι, εκείνος τα είχε υπογραμμίσει».
Ανταλλάξαμε μια ματιά με την Άννα. 
«Και... είχε κάποια εξήγηση για αυτά τα βιβλία;» τον ρώτησα.
«Κάποιες εικασίες μόνο, δεν ήξερε τον ακριβές λόγο».
«Δεν ρώτησε τους εκδοτικούς οίκους; Θα πρέπει να λειτουργούσαν όσο αυτός ήταν εν ζωή. Είχε ανακαλύψει τέσσερις οίκους που είχαν εκδώσει τέτοια βιβλία. Θα μπορούσαν να του δώσουν κάποια εξήγηση».
«Δεν χρειαζόταν» μας είπε. «Δεν υπήρχε κάποιος να ρωτήσει. Βλέπεις, ο πατέρας μου ήταν ο ιδιοκτήτης της ‘Σφαίρας’».
Μείναμε σαστισμένοι στην πόρτα του.
«Όπως δεν ήξερε αυτός» συνέχισε, «έτσι δεν ήξεραν και οι άλλοι εκδότες. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν επικοινώνησε μαζί τους. Μόλις ανακάλυψε αυτά τα βιβλία στον οίκο του, μίλησε μαζί τους και έτσι βρήκαν πως υπήρχαν και σε αυτούς. Για την ακρίβεια, ο ίδιος ο πατέρας μου τα βρήκε και τα δικά τους».
«Έτσι απλά;» ρώτησα.
«Τι εννοείς;»
«Για να βρει τις διαφορές θα έπρεπε να διαβάσει ένα σωρό αντίτυπα. Πώς τα βρήκε;»
Ο γιος του χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. Όχι προσβλητικά αλλά αυθόρμητα και με κατανόηση. «Το να βρεις ένα τέτοιο βιβλίο μέσα στα χίλια που συνήθως είναι τα αντίτυπα μίας έκδοσης, δεν θα ήταν μόνο δύσκολο αλλά κινέζικο μαρτύριο. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρει κανένα από αυτά αν δεν ήξερε τον τρόπο».
«Ήξερε τον τρόπο;…» επανέλαβα κάπως χαζά.
«Φυσικά. Έτσι είχε ανακαλύψει και την ύπαρξη τους. Ποιος λογικός άνθρωπος θα διάβαζε διαφορετικά αντίτυπα για να βρει αν έχουν διαφορές;»
Η Άννα έπνιξε το γέλιο που της ήρθε αυθόρμητα. Εγώ χαμογέλασα αμήχανα, με έναν τρόπο που ακόμα και ο γιος του εκδότη αντιλήφθηκε πως είχα κάνει μια τέτοια προσπάθεια. Ωστόσο, κανείς τους δεν με πήρε στο ψιλό.
«Δεν υπάρχει κάτι υπερφυσικό στους μαύρους κύκνους» είπε ο γιος του εκδότη, ψάχνοντας μια αρχή για να μας εξηγήσει αυτά που γνώριζε. «Κάποιος άλλαζε τα βιβλία για έναν λόγο που δεν μάθαμε ποτέ, βάζοντας χέρι στα τυπογραφικά μηχανήματα. Αν ήταν κάποιος υπάλληλος, δεν έχω ιδέα. Και δεν το νομίζω. Ο πατέρας μου ήταν μάλλον πεπεισμένος πως δεν ήταν. Αλλά όπως και να ‘χει, τα άλλαζε με πρόθεση να τα κρατήσει. Με δυο λόγια, τα έκλεβε. Αν και το ‘έκλεβε’ είναι μάλλον βαρύς όρος για κάτι τέτοιο».
«Και πως το ανακάλυψε ο πατέρας σας;» ρώτησε η Άννα.
«Στη πραγματικότητα πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να το ανακαλύψει. Σε όλο αυτό το διάστημα χανόντουσαν σποραδικά κάποια βιβλία, όχι συχνά αλλά περιστασιακά, και οι υπάλληλοι τού το είχαν αναφέρει. Τα βιβλία μίας έκδοσης συσκευάζονταν ανά δεκάδες και πολλές φορές η τελευταία συσκευασία δεν είχε δέκα αλλά εννιά, που σήμαινε πως κάποιο βιβλίο είχε εξαφανιστεί. Ήταν ενοχλητικό αλλά όχι κάτι φοβερά επιζήμιο, κι έτσι δεν έκαναν και πολλά πράγματα για να βρουν τι γίνεται. Ο πατέρας μου είχε υποθέσει πως μπορεί να το έκανε κάποιος υπάλληλος του και δεν ήθελε να δώσει συνέχεια. Για ένα βιβλίο την φορά δεν έτρεχε και τίποτα. 
»Αυτό που τον έκανε να ψάξει περισσότερο την ιστορία ήταν όταν κάποια στιγμή διέρρηξαν την αποθήκη όπου φύλασσαν τα βιβλία. Μέχρι τότε, όσα χάνονταν ήταν αμέσως μετά την βιβλιοδεσία, αλλά τώρα είχαν εξαφανιστεί μαζεμένα από την αποθήκη που στοιβάζονταν. Τα βιβλία που εξαφανίστηκαν από εκεί δεν ήταν πολλά και όπως αποδείχτηκε είχαν επιλεχθεί προσεκτικά. Ο διαρρήκτης δεν είχε μπει να κλέψει ότι μπορούσε. Πήρε απλώς πέντε έξι βιβλία που όμως είχαν όλα ένα κοινό: ήταν το τελευταίο αντίτυπο της έκδοσης τους». 
Κοιταχτήκαμε με την Άννα απορημένοι. Πώς ήταν δυνατόν να ξεχωρίσεις ποια αντίτυπα είναι τα τελευταία; 
Ο γιος του εκδότη μάς έδωσε περισσότερες εξηγήσεις. «Καθόλου δύσκολο. Τα βιβλία, όπως έβγαιναν από το τυπογραφείο πήγαιναν στη βιβλιοδεσία, μετά συσκευαζόντουσαν σε δεκάδες και από εκεί πήγαιναν στην αποθήκη. Είναι μια τυπική διαδικασία, μηχανική αν θέλετε. Στην ουσία δεν υπάρχει κάτι να παρεμβάλετε στην σειρά τους εκτός αν γίνει κάποιο απρόοπτο. Αλλιώς, με την ίδια σειρά που βγαίνουν από το τυπογραφείο έτσι καταλήγουν και στην αποθήκη. Και τα τελευταία που έχουν εκτυπωθεί, συνήθως, αν δεν καταφέρουν να πουληθούν απλώς μένουν στον πάτο ενός ραφιού.
»Αφού, λοιπόν, ο πατέρας μου βρήκε ανοιγμένες και ανακατωμένες πολλές από τελευταίες συσκευασίες, δεν άργησε να καταλάβει πως ο διαρρήκτης ενδιαφερόταν μόνο για τα τελευταία αντίτυπα, κάτι πραγματικά πολύ περίεργο. Έτσι άρχισε να ψάχνει όσα δεν είχαν κλαπεί –γιατί δεν είχαν κλαπεί όλα. Η αποθήκη ήταν ένα πολύ μεγάλο μέρος και, όπως αποδείχτηκε λίγο αργότερα, ο διαρρήκτης δεν είχε καταφέρει να κλέψει όλα τα βιβλία που ήθελε. Του είχαν ξεφύγει τρία τέσσερα, και μελετώντας τα ο πατέρας μου ανακάλυψε πως είχαν μικρές διαφορές από τα υπόλοιπα. Μετά από αυτό, δεν άργησε να συνειδητοποιήσει πως κάποιος παρέμβαινε στα τυπογραφικά μηχανήματα όλα αυτά τα χρόνια για να δημιουργεί ένα μοναδικό αντίτυπο, έναν ‘μαύρο κύκνο’ όπως τα ονόμασε. Και ο μόνος τρόπος για να φτιάξει κανείς έναν μαύρο κύκνο και μετά να τον βρει εύκολα, ήταν να είναι το τελευταίο αντίτυπο. Και είμαι σίγουρος πως θέλετε να μάθετε πώς γινόταν αυτό, ε;»
«Ασυζητητί» είπα εγώ.
«Πρέπει να καταλάβετε πρώτα τον τρόπο που εκτυπωνόντουσαν τα βιβλία εκείνη την δεκαετία. Σήμερα υπάρχει όλο το κείμενο ενός βιβλίου σε έναν υπολογιστή και μπορείς απλά να το στείλεις για εκτύπωση ολόκληρο. Να εκτυπωθεί δηλαδή ένα βιβλίο από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία. Στην δεκαετία του ’80 όμως, και σε πολύ χοντρικές γραμμές, χρησιμοποιούσαν πιεστήρια όπου ‘έγραφες’ ένα μικρό κείμενο σε μία μεταλλική πλάκα –στην ουσία το κείμενο μίας σελίδας- και την οποία χρησιμοποιούσες για να εκτυπώσεις αυτό το κείμενο στο χαρτί. Έτσι, αν ήθελες να εκτυπώσεις χίλια αντίτυπα ενός βιβλίου, εκτύπωνες χίλιες φορές την πρώτη σελίδα, άλλαζες το κείμενο στην πλάκα, εκτύπωνες χίλιες φορές την δεύτερη σελίδα, και ούτω καθεξής. Και μόλις είχες εκτυπώσει από χίλιες φορές όλες τις σελίδες του βιβλίου, προχωρούσες στην βιβλιοδεσία. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, γιατί η τήρηση μιας αυστηρής τάξης στην όλη διαδικασία ήταν απαραίτητη. Αν δεν την εφάρμοζες υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο τα βιβλία να βγουν άλλα ‘ντ’ άλλων».
«Ναι…»
«Αυτό λοιπόν που έκανε ο φίλος μας ο διαρρήκτης, ήταν να τρυπώνει τις νύκτες στο τυπογραφείο, όπου και είχε σταματήσει προσωρινά το τύπωμα. Ποτέ δεν σταματούσαν την εκτύπωση μιας σελίδας στην μέση, έτσι, κάθε φορά που ήταν σταματημένο το μηχάνημα, η σελίδα που μόλις είχε εκτυπώσει το πιεστήριο βρισκόταν σε μία στοίβα των χιλίων αντιτύπων. Αυτό που έκανε τότε ήταν να πάρει την τελευταία σελίδα, να την πετάξει, να κάνει τις αλλαγές που ήθελε στην πλάκα του μηχανήματος και να εκτυπώσει άλλη μία. Με την οποία αντικαθιστούσε αυτή που είχε πετάξει. Και έτσι, όσες σελίδες και να πείραζε μέχρι να τελειώσει το τύπωμα του βιβλίου, κατέληγαν όλες μαζί στο τελευταίο αντίτυπο».
«Απίστευτο…» έκανε η Άννα.
«Για όσους γνωρίζουν λίγα πράγματα από τυπογραφεία, καθόλου. Απίστευτος θα ήταν ο λόγος που μπήκε σε αυτή τη φασαρία ο φίλος μας για να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά δεν το μάθαμε ποτέ».
«Δεν τον έπιασαν;»
«Όχι. Μετά την διάρρηξη της αποθήκης σταμάτησε και αυτή η ιστορία. Στο προηγούμενο διάστημα έκλεβε τα βιβλία με το που δενόντουσαν οι σελίδες τους αλλά φαίνεται πως δεν τα κατάφερνε πάντα. Έτσι αποφάσισε κάποια στιγμή να διαρρήξει την αποθήκη και να μαζέψει όσα του έλειπαν. Έκτοτε, δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ, τα βιβλία έβγαιναν όλα κανονικά. Δεδομένου πως με την μαζική κλοπή θα γινόταν και αντιληπτός, μάλλον είχε αποφασίσει να τελειώνει οριστικά. Μάζεψε ότι μπορούσε και εξαφανίστηκε».
«Και τότε άρχισε να αλλάζει βιβλία στους άλλους εκδοτικούς;»
«Όχι. Ότι έκανε, το έκανε ταυτόχρονα. Όλα τα χρόνια που άλλαζε βιβλία, τα άλλαζε και στους άλλους. Και τα έκλεβε επίσης. Ο πατέρας μου, μετά την ανακάλυψη των δικών του, τους επισκέφτηκε, έψαξε τα βιβλία τους και σε κάποιους από αυτούς βρήκε μαύρους κύκνους. Είναι αυτά τα υπογραμμισμένα βιβλία που βρήκατε στην βιβλιοθήκη. Ίσως υπάρχουν και άλλα που δεν κατάφερε να κλέψει εκείνος ο τύπος αλλά κανείς δεν μπήκε στην διαδικασία να ψάξει. Μετά όμως από την διάρρηξη της αποθήκης μας δεν ξαναεμφανίστηκε πουθενά».
«Και η συνέχεια;»
«Δεν υπήρξε συνέχεια. Από την στιγμή που σταμάτησε η αλλαγή των βιβλίων, όλοι έκριναν πως θα ήταν καλύτερα να τελειώσει εκεί το θέμα. Αν ήταν ένας απλός άνθρωπος που για κάποιο λόγο πείραζε τα βιβλία, απλώς φύλαξαν καλύτερα τις εγκαταστάσεις τους για να μην ξαναμπεί. Αν υπήρχε κάποιος άλλος λόγος, σημαντικότερος, κάποιου είδους ανταλλαγής πληροφοριών για παράδειγμα, φοβήθηκαν την ρετσινιά -γιατί ήταν νωπές ακόμα οι αναμνήσεις από την δικτατορία και υπήρχε μεγάλη καχυποψία. Δεν ήταν, βέβαια, και πολύ πιθανό κάτι τέτοιο αλλά ποτέ δεν ήξερες τι μπορούσε να προκαλέσει ο ανταγωνισμός μεταξύ των οίκων. Μια τέτοια δημοσιότητα δεν ήξερες αν θα κατέληγε σε διαφήμιση ή σε δυσφήμιση. Έτσι, απλώς ενημέρωσαν την αστυνομία, ασφάλισαν καλύτερα τα κτίρια τους και η ιστορία γρήγορα έγινε παρελθόν».
Η έλλειψη τελικής απάντησης μάς γέμισε απογοήτευση, γιατί και εγώ και η Άννα είχαμε σαγηνευτεί από το μυστήριο των μαύρων κύκνων. Αν είχαμε ακούσει την ιστορία από κάποιον σαν αστικό μύθο θα ήταν διαφορετικά, αλλά τώρα που την είχαμε ανακαλύψει μόνοι μας και την είχαμε ακολουθήσει βήμα βήμα, το αίνιγμα της μάς είχε δαγκώσει για τα καλά. Υπάρχει μια λεπτή, σχεδόν μαγική κλωστή, που η μία άκρη της είναι δεμένη σε ένα άλυτο μυστήριο και η άλλη ψάχνει κάπου να δεθεί. Και οι μαύροι κύκνοι είχαν δέσει την κλωστή τους πάνω μας με πολλαπλούς ναυτικούς κόμπους. Ωστόσο, παρόλο που ο γιος του εκδότη δέχτηκε την έξαψη μας με μια ώριμη κατανόηση, δεν γνώριζε τίποτα περισσότερο. Και καθώς τα γεγονότα είχαν γίνει πολύ παλιά, δεν έβλεπε και κάποιο τρόπο να μαθευτεί ποτέ η απάντηση.
Πριν φύγουμε, η Άννα ρώτησε κάτι ακόμα. «Είπατε ότι οι μαύροι κύκνοι της ‘Σφαίρας’ ήταν τρεις τέσσερις. Εμείς, όμως, βρήκαμε μόνο έναν στην βιβλιοθήκη».
«Όχι, είναι μερικοί ακόμα» απάντησε εκείνος. «Μετά τον θάνατο του πατέρα μου δωρίσαμε όλα τα βιβλία του, δεν αφήσαμε κάποιο. Κάπου εκεί μέσα θα είναι και αυτά».
«Ψάξαμε όλα τα διπλά αντίτυπα της ‘Σφαίρας’…»
«Διπλό ήταν μόνο το πρώτο που είχε ανακαλύψει ο πατέρας μου, δεν θυμάμαι, βέβαια, ποιο. Μας είχε αφηγηθεί πολλές φορές αυτή την ιστορία αλλά δεν θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες τώρα πια. Στα υπόλοιπα, πάντως, λογικά θα είχε υπογραμμίσει μόνο τους μαύρους κύκνους, δεν χρειαζόταν να χαλάσει τα άλλα αντίτυπα. Όσα θα χρησιμοποιούσε για να τα τσεκάρει θα τα επέστρεφε στην αποθήκη για να πουληθούν κανονικά».
Γνέψαμε καταφατικά και κουβεντιάσαμε λίγο ακόμα με γενικότητες. Η εταιρία του πατέρα του είχε κλείσει για οικονομικούς λόγους, και αργότερα, όταν βγήκε στην σύνταξη άφησε το σπίτι στην Αθήνα και μετακόμισε μόνιμα στο εξοχικό του, εδώ. Αφού μάθαμε και για την κατάληξη των άλλων τριών οίκων που είχαν κλείσει σταδιακά στα επόμενα χρόνια, χωρίς όμως πολλές λεπτομέρειες, αποχωρήσαμε.
«Δεν μπορώ να το χωνέψω ότι δεν θα μάθουμε την αιτία» είπε η Άννα οδηγώντας το αυτοκίνητο της
«Ούτε κι εγώ» απάντησα από την θέση του συνοδηγού, κοιτώντας σκυθρωπός και συλλογισμένος από το μπαμπρίζ. 
«Αν δεν είχαν περάσει τριάντα χρόνια από τότε, ίσως να υπήρχε τρόπος. Αλλά τώρα;»
Έφερα στο μυαλό μου διάφορες αστυνομικές ταινίες και βιβλία για να βρω ένα τρόπο να συνεχίσουμε την έρευνα, και μόνο ένα πράγμα μπορούσαμε να κάνουμε. Είπα στην Άννα πως ίσως υπήρχε κάποιο κοινό στοιχείο ανάμεσα στους τέσσερις εκδοτικούς οίκους που είχαν βρει μαύρους κύκνους. Από τη στιγμή που είχαν βρεθεί μόνο σε αυτούς, τότε ίσως να ανακαλύπταμε κάτι που θα μας οδηγούσε σε κάποιο μονοπάτι.
«Όπως;» με ρώτησε.
«Δεν ξέρω. Ίσως αυτοί οι οίκοι να ήταν κοντά ο ένας με τον άλλον. Και όλοι μαζί κοντά στο σπίτι του διαρρήκτη. Ή να είχαν έναν κοινό υπάλληλο. Όχι, αυτό είναι δύσκολο. Αλλά ίσως να υπήρχε κάποιος άλλος που να είχε πρόσβαση και στους τέσσερις, έχοντας την ευχέρεια να μπαινοβγαίνει μόνο σε αυτούς».
«Και δεν θα το είχαν σκεφτεί τότε οι εκδότες;»
«Δεν έχω ιδέα. Μάλλον θα το είχαν σκεφτεί. Αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο».
Η Άννα ξεφύσηξε απογοητευμένη. Κι εγώ το ίδιο αισθανόμουν.
Ύστερα από λίγο της είπα πως θα ήταν καλό να μην βρίσκονται οι μαύροι κύκνοι χαμένοι κάπου στα ράφια της βιβλιοθήκης. Ακόμα και αν δεν ξέραμε τον λόγο ύπαρξης τους, είχαν πίσω τους μια ωραία ιστορία, και μια ιδιαίτερη βαρύτητα. Ήταν ένα σύμβολο διαφορετικότητας. Να βρίσκαμε και τους υπόλοιπους και να φτιάχναμε μια δική τους προθήκη στην βιβλιοθήκη, που στο κάτω κάτω ήταν η μόνη δανειστική που είχε τέτοια βιβλία. Συμφώνησε χωρίς κανέναν ενδοιασμό και μου είπε πως θα το κανονίσει. 
Λίγο πριν με αφήσει στο σπίτι μου, χωρίσαμε τις δουλειές στα δύο: εγώ θα έψαχνα αντίτυπα για να ξεχωρίσω τους μαύρους κύκνους που είχαμε στην κατοχή μας ενώ αυτή θα έβρισκε τους υπόλοιπους και θα συγκέντρωνε όσες πληροφορίες μπορούσε να βρει για τους τέσσερις εκδοτικούς οίκους. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο με ανάμεικτα συναισθήματα και ανέβηκα στο δυάρι μου.
Κάθισα στο τραπέζι που είχα απλωμένα τα βιβλία και βάλθηκα να στύβω το μυαλό μου. Καμία σκέψη δεν μπορούσε να με οδηγήσει σε μία φαεινή ιδέα και έτσι άνοιξα τον υπολογιστή μου. Επισκέφτηκα το μπλογκ που είχα κάνει την ανάρτηση για το θέμα αλλά δεν υπήρχε καμία απάντηση. Ούτε από εκεί, λοιπόν, μπορούσα να περιμένω κάποια εξέλιξη. Πρόσθεσα τους νέους τίτλους που είχαμε αποκαλύψει με την Άννα καθώς και εν συντομία αυτά που μας είχε πει ο γιος του εκδότη. Μετά έφαγα κάτι πρόχειρο και κοιμήθηκα ανήσυχος, βλέποντας όνειρα που αφορούσαν βιβλία. Το πιο εντυπωσιακό –και από τα λίγα πράγματα που θυμόμουν το επόμενο πρωί- ήταν πως τα όνειρα διαδέχονταν το ένα το άλλο με ένα εφέ σαν να γύριζες σελίδα.
Η δική μου αναζήτηση δεν ήταν δύσκολη και σε λίγες μέρες είχα τελειώσει. Σε μια γειτονική κωμόπολη βρήκα ένα αντίτυπο από το βιβλίο του Στίβεν Κινγκ και ανακάλυψα πως ο μαύρος κύκνος ήταν το βρεγμένο, κάτι που με έκανε να λυπηθώ ακόμα περισσότερο για την κατάσταση του. Βρήκα άλλο ένα αντίτυπο του ‘Μέχρι τον φάρο’, και για τα υπόλοιπα αναγκάστηκα να ψάξω στο ίντερνετ. Κάποια ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία πουλούσαν τα αντίτυπα που ήθελα, και πολύ φτηνά μάλιστα γιατί ήταν πολύ παλιά και προσπαθούσαν να τα ξεφορτωθούν. Έτσι ξεδιάλυνα τους μαύρους κύκνους, επιβεβαιώνοντας ακόμα και τους καινούργιους που βρήκε η Άννα. Τους επέστρεψα στην βιβλιοθήκη μαζί με όλα τα υπόλοιπα αντίτυπα –με κάπως μισή καρδιά ομολογώ.
Η Άννα με ενημέρωσε πως η προϊσταμένη της είχε συμφωνήσει για την δημιουργία ενός νέου ραφιού που θα φιλοξενούσε τους μαύρους κύκνους. Θα υπήρχε μια σύντομη αναφορά στην ιστορία τους και θα μπορούσαν να ξεφυλλιστούν μόνο στην βιβλιοθήκη. Ύστερα μου είπε πως είχε μαζέψει ότι μπόρεσε να βρει για τους οίκους, αν και δεν ήταν και πολλά. Ονόματα ιδιοκτητών, διευθύνσεις των οίκων, τις χρονολογίες που άνοιξαν και έκλεισαν, και μερικά στοιχεία ακόμα. Ανοίξαμε ένα χάρτη της Αθήνας και σημειώσαμε τις τοποθεσίες τους, και διαπιστώσαμε πως ήταν πράγματι κοντά ο ένας με τον άλλον. Ωστόσο, αυτό δεν βοηθούσε την κατάσταση. Αν κάποιος έμενε εκεί τριγύρω πριν από τριάντα χρόνια, ε, την ταυτότητα του ούτε η ΕΥΠ δεν θα μπορούσε να την βρει.
«Σκέφτηκα, όμως, και κάτι άλλο» μου είπε η Άννα. «Αν υπήρχε κάποιος που να είχε πρόσβαση και στους τέσσερις, θα μπορούσε να είναι κάποιος προμηθευτής. Προμηθευτής χαρτιού για παράδειγμα, ή μελανιού. Κάτι που θα χρειαζόντουσαν όλοι τους. Ίσως λοιπόν να έκανε την δουλειά αυτός, ή κάποιος υπάλληλος αυτού του προμηθευτή».
«Πώς όμως θα βρούμε μια τέτοια πληροφορία;»
«Μάλλον δύσκολο. Θα έπρεπε να μιλήσουμε με τους ιδιοκτήτες των οίκων, αν πετύχουμε κανέναν ζωντανό. Και αυτό για να ζητήσουμε μια πληροφορία που το πιο πιθανό θα είναι να μην θυμούνται καν».
Έκατσα σε μια καρέκλα αποθαρρυμένος.
«Αξίζει όμως τον κόπο» είπε εκείνη. Γύρισε το σημειωματάριο στην σελίδα που είχε σημειώσει τα ονόματα τους και το ακούμπησε δίπλα από το τηλέφωνο. «Εξάλλου, η προϊσταμένη μού ζήτησε να μιλήσω μαζί τους ούτως ή άλλως. Αν θέλουμε μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ιστορία που να συνοδεύει τους μαύρους κύκνους, καλό θα ήταν να είχαμε και μία συνέντευξη από τους εκδότες τους». 
Και με τον ίδιο ζήλο που εγώ είχα ψάξει τα τεφτέρια της βιβλιοθήκης, η Άννα σχημάτισε έναν αριθμό στο τηλέφωνο.
«Πού παίρνεις;» την ρώτησα.
«Στο γιο του εκδότη που επισκεφτήκαμε. Πριν αρχίσουμε να ψάχνουμε στον χρυσό οδηγό για τηλέφωνα, καλό θα ήταν να δούμε μήπως εκείνος γνωρίζει ήδη κάτι».
Δεν είχε καθόλου άδικο σε αυτό. Τον βρήκαμε στο γραφείο του και μας ενημέρωσε πως ο πατέρας του είχε πάντα φιλικές σχέσεις με έναν από αυτούς, και ο οποίος ζούσε ακόμα. Ήταν πλέον προχωρημένης ηλικίας –πάνω από εβδομήντα- και έμενε με την οικογένεια της κόρης του, της οποίας είχε το τηλέφωνο της στην ατζέντα του. Για τους υπόλοιπους εκδότες δεν είχε ιδέα αλλά ήταν μία αρχή. Αν βρίσκαμε αυτόν, κατά πάσα πιθανότητα θα μπορούσε να μας βοηθήσει να βρούμε και τους άλλους. Οι περισσότεροι στον κύκλο τους ήταν γνωστοί μεταξύ τους, και παρά τα χρόνια που είχαν περάσει μπορεί να είχαν κρατήσει μια επαφή.
Για άλλη μια φορά βρεθήκαμε με την Άννα πάνω από ένα ακουστικό να περιμένουμε με αγωνία. Αυτός ο εκδότης ήταν ο ιδιοκτήτης του οίκου ‘Χάραμα’, που ήταν ο τελευταίος που είχε κατεβάσει τα ρολά. Δεν ξέρω γιατί αλλά τον φαντάστηκα σε μια πολυθρόνα με κουβερτούλα στα πόδια και ένα ανοικτό βιβλίο στα γόνατα. Όταν όμως μιλήσαμε στο τηλέφωνο άλλαξα γνώμη. Η φωνή του ήταν ακόμα στιβαρή και ακμαία. Τώρα τον φαντάστηκα με ψάθινο καπέλο και κουμπωμένο γιλέκο να φροντίζει τον κήπο. 
Μιας και δεν υπήρχε πελάτης εκείνη τη στιγμή στην βιβλιοθήκη, η Άννα έβαλε το τηλέφωνο σε ανοικτή ακρόαση. Συστηθήκαμε και του αναφέραμε περιληπτικά τα όσα είχαν γίνει, και πως σαν βιβλιοθήκη θα θέλαμε να πάρουμε μία συνέντευξη από όσους είχαν πάρει μέρος σε αυτή την ιστορία. Ο γερο-εκδότης ανταποκρίθηκε πρόθυμα όταν άκουσε για τους μαύρους κύκνους και χάρηκε που βρήκε ένα τόσο θερμό ακροατήριο να μιλήσει για εκείνες τις εποχές. Αλλά αυτή η προθυμία ήταν το μόνο θετικό, και τα υπόλοιπα με γέμισαν απαισιοδοξία.
Όπως μας είπε, από τους τέσσερις εκδότες ζούσαν μόνο οι δύο, αυτός και άλλος ένας. Μπορούσε να μας φέρει σε επαφή μαζί του αλλά από την στιγμή που η τετράδα ήταν μισή, δεν θα μπορούσαμε να βρούμε όλες τις πληροφορίες που ζητούσαμε. Ακόμα και αν αυτός κατάφερνε να θυμηθεί όλους τους υπαλλήλους και προμηθευτές που είχε συνεργαστεί, δεν θα ήταν δυνατόν να διασταυρώσουμε αυτές τις πληροφορίες ώστε να βρούμε τι κοινό είχαν οι οίκοι μεταξύ τους.
«Μπορείτε να είστε σίγουροι, πάντως» μας είπε, «πως είχαμε κάνει τις ίδιες σκέψεις και τότε. Για την ακρίβεια ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτήκαμε αλλά τελικά δεν βρήκαμε κάτι. Κάποιους προμηθευτές τους είχαμε κοινούς αλλά μόνο κατά διαστήματα, γιατί τους αλλάζαμε διαρκώς, ο καθένας βάση των αναγκών του. Δεν υπήρχε κάποιος που να είχαμε μόνιμη συνεργασία για όλο το διάστημα που χανόντουσαν τα βιβλία. Μέχρι και τους λογιστές μας σκεφτήκαμε αλλά ο κάθε εκδοτικός είχε τον δικό του. Το πιο πιθανό ήταν απλώς να μας είχε διαλέξει για γεωγραφικούς λόγους, όπως σκεφτήκατε και εσείς. Κάπου εκεί κοντά θα έμενε».
«Πώς όμως έμπαινε μέσα στα κτίρια με τόση ευχέρεια;» ρώτησα.
«Από κάποιο παράθυρο, υποθέτω. Μην φανταστείτε πως είχαμε καμιά σπουδαία ασφάλεια στις εγκαταστάσεις μας. Η εγκληματικότητα δεν ήταν όπως σήμερα, και, εξάλλου, δεν υπήρχαν χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα σε εμάς –όσο μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει τα βιβλία ως μη ‘πολύτιμα’. Εννοώ πως δεν υπήρχαν αντικείμενα άξια λόγου για να κλαπούν. Όχι πως δεν κλειδώναμε αλλά δεν υπήρχε και λόγος να χρησιμοποιήσουμε την μεγαλύτερη ασφάλεια. Κάπου θα είχε βρει τρωτά σημεία για να τρυπώνει μέσα και θα τα εκμεταλλεύτηκε. Μπορεί να είχε βγάλει και με κάποιο τρόπο αντικλείδι, ποιος ξέρει. Μετά την αποκάλυψη του πάντως, τα πάντα ασφαλίστηκαν πολύ καλύτερα». 
«Κάνατε κάποια προσπάθεια να τον πιάσετε;»
«Φυσικά! Εκείνες τις μέρες, ή μάλλον τα βράδια, αρχίσαμε να στήνουμε καρτέρι μαζί με τους υπαλλήλους μας. Εξελίχτηκε μάλιστα σε συναγωνισμό μεταξύ των οίκων. Καταλαβαίνετε, ποιος θα τον πιάσει πρώτος. Αλλά δεν καταφέραμε τίποτα. Προφανώς δεν είχε πρόθεση να συνεχίσει την αλλαγή των βιβλίων και έτσι πήγαν τσάμπα τα ξενύχτια. Αλλά γιατί να τα λέμε από το τηλέφωνο; Θα χαιρόμουν ιδιαίτερα αν με επισκεπτόσασταν και να τα λέγαμε από κοντά. Θα μπορούσαμε να επισκεφτούμε και τις παλιές εγκαταστάσεις του ‘Χαράματος’, αν και πλέον ανήκουν σε άλλον και λειτουργεί σαν γραφείο μεταφορών». 
Κοιταχτήκαμε με την Άννα και συμφωνήσαμε πως θα το θέλαμε και οι δύο. 
«Ναι, γιατί όχι;» του απάντησα. Και ύστερα έκανα μια ερώτηση γνωρίζοντας από πριν την απάντηση: «Θα υπήρχε, ίσως, και η δυνατότητα να δούμε εκείνο το τυπογραφικό μηχάνημα; Θα μας ενδιέφερε να δούμε στην πράξη πώς γινόταν η αλλαγή των βιβλίων».
«Δυστυχώς, όχι» απάντησε. «Το πούλησα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν εκσυγχρόνισα την επιχείρηση. Αλλά θα μπορούσα να σας δείξω φωτογραφίες της εποχής και να μαζέψω όσες επιπλέον πληροφορίες μπορώ να βρω από τότε».
Συμφωνήσαμε να τον επισκεφτούμε το Σάββατο και πριν κλείσουμε μας έδωσε το τηλέφωνο του άλλου εκδότη, του ιδιοκτήτη της ‘Πένας’. Σχηματίσαμε τον αριθμό του και η συνομιλία μαζί του δεν διέφερε και πολύ με την προηγούμενη. Έδειξε την ίδια προθυμία να κουβεντιάσει –αν και η δική του φωνή ήταν πραγματικά γερασμένη και τώρα φαντάστηκα αυτόν σε καρέκλα με κουβερτούλα και βιβλίο. Μας περιέγραψε την τότε κατάσταση και μας έδωσε να καταλάβουμε πως δεν μπορούσε να μας διαφωτίσει περισσότερο. Και μας κάλεσε και αυτός να τον επισκεφτούμε, κάτι που συμφωνήσαμε με την Άννα χωρίς πολύ σκέψη. Σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν θα ήθελε να συναντηθούμε όλοι μαζί με τον άλλον εκδότη αλλά άλλαξα γνώμη. Καλύτερα να μην χανόμασταν μέσα σε μια ατέρμονη αναπόληση των δύο τους. 
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για εκείνες τις δύο συναντήσεις καθώς δεν πρόσφεραν τίποτα ουσιαστικό στην εξέλιξη της ιστορίας. Και οι δύο εκδότες έμεναν σε προάστια της Αθήνας και τους επισκεφτήκαμε το ίδιο Σάββατο, τον έναν μετά τον άλλον. Κάναμε μια πολύ ευχάριστη συζήτηση και με τους δύο, κρατώντας σημειώσεις και παίρνοντας υλικό που μας είχαν συγκεντρώσει. Όλα αυτά, βέβαια, ήταν χωρίς καμία χρησιμότητα, και το μόνο που βοήθησαν ήταν στον εμπλουτισμό του άρθρου που θα συνόδευε το ράφι των μαύρων κύκνων. 
Δεν υπήρχε κάτι περίεργο στην πορεία των εκδοτικών οίκων. Ήταν μικρομεσαίες επιχειρήσεις που είχαν κλείσει για διάφορους λόγους, είτε γιατί δεν άντεξαν τον συναγωνισμό είτε γιατί έβγαινε στην σύνταξη ο ιδιοκτήτης και οι απόγονοι του δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Όσο για τα στοιχεία που συγκεντρώσαμε, δεν ήταν παρά ένα ανώφελο βουητό. 
Η Άννα κατάφερε καλύτερα από μένα να κρύψει το κατσούφιασμα της, αν και η κουβέντα με ανθρώπους που αγαπούσαν τα βιβλία ήταν ένα φοβερό καταπραϋντικό και για τους δυο μας. Οι ιστορίες από τα άδυτα των εκδοτικών οίκων –καθόλου μυστικά, προφανώς- ήταν σαν μυστηριακή επίσκεψη σε μαιευτήριο αγίων. Και οι δύο εκδότες, που ούτε ο ένας φρόντιζε τον κήπο καθώς έμενε σε διαμέρισμα ούτε και ο άλλος χρησιμοποιούσε κουβέρτα, μας αποχαιρέτησαν με την υπόσχεση να επισκεφτούν το ράφι με τους μαύρους κύκνους το συντομότερο δυνατό.
Το πώς πέρασε η επόμενη εβδομάδα δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Η Άννα προετοίμαζε μια όμορφη προθήκη με τζαμένιες θύρες, που τοποθετήθηκε λίγο μετά την είσοδο της βιβλιοθήκης και σε ένα κεντρικό σημείο. Εγώ έγραφα στο σπίτι μου ένα συμπυκνωμένο κείμενο με την ιστορία των μαύρων κύκνων, βάζοντας σε μια τάξη το υλικό που είχαμε μαζέψει. Θα έπρεπε να το πάρω απόφαση πως θα παρέμενε ένας αστικός μύθος αλλά η αιτία για όλα αυτά δεν με άφηνε ήσυχο. Κάθε πτυχή της αφήγησης σκάλιζε την περιέργεια μου όπως κάποιος σκαλίζει τα κάρβουνα για να φουντώσει την φωτιά. Ήταν σαν να είχα διαβάσει ένα βιβλίο που κάποιος είχε αφαιρέσει το τελευταίο κεφάλαιο. Και πιστεύω ακράδαντα πως θα μου είχε μείνει ένα σοβαρό απωθημένο αν δεν κατάφερνα τελικά να βρω την λύση του. Κάτι που έγινε με μια σκέψη που αναπήδησε λίγο πιο λαμπερή μέσα από το χάος των υπολοίπων.
Έψαχνα στο ίντερνετ για τα μοντέλα των πιεστηρίων που είχαν χρησιμοποιήσει τότε οι εκδότες, διαβάζοντας τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους και κατεβάζοντας φωτογραφίες τους. Σκεφτόμουν πως η συνοδεία των φωτογραφιών στο ράφι των μαύρων κύκνων θα έδινε μία ακόμα μεγαλύτερη αίγλη. Μέχρι που σκέφτηκα το μηχάνημα που είχε πουλήσει ο εκδότης του ‘Χαράματος’ για να τον εκσυγχρονίσει. Αυτό είχε γίνει στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν κανένας εκδοτικός οίκος δεν θα χρησιμοποιούσε μια τέτοια απαρχαιωμένη τεχνολογία. Ποιος λοιπόν να είχε ενδιαφερθεί για ένα τέτοιο μηχάνημα;
Τηλεφώνησα στην Άννα.
«Και τι πιστεύεις;» με ρώτησε.
«Δεν ξέρω αλλά είναι περίεργο. Αν είχε μία χρησιμότητα θα ήταν μόνο σε μουσείο».
«Λες να το αγόρασε κάποιος συλλέκτης;»
«Ή κάποιος που να είχε για αυτόν μια ιδιαίτερη αξία».
«Λες να είναι αυτός που άλλαζε τα βιβλία;»
«Δεν ξέρω. Αλλά δεν χάνουμε τίποτα να το ψάξουμε».
Προθυμοποιήθηκε να τηλεφωνήσει στον εκδότη του ‘Χαράματος’ αλλά της είπα πως θα το έκανα εγώ. Και γρήγορα μίλησα ξανά μαζί του, ευχόμενος να μην το είχε πουλήσει σε κάποια έκθεση τυπογραφίας αλλά σε ένα μόνο άτομο. Και αυτή η ευχή, ευτυχώς, πραγματοποιήθηκε. 
Μου είπε πως το μηχάνημα το είχε αγοράσει κάποιος Πάνος Κατσούλης, ο οποίος είχε ανοίξει εκδοτικό οίκο στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Το ήθελε σαν βοηθητικό μηχάνημα στο κύριο πιεστήριο καθώς ήταν σχετικά καινούργια εταιρία και δεν είχε μεγάλα κεφάλαια για επενδύσεις. Σήμερα, βέβαια, είχε κάνει μεγάλες προόδους και ήταν πολύ γνωστός εκδοτικός οίκος –αν και όχι από τους κορυφαίους. Όπως μου είπε, σίγουρα θα τον ήξερα έτσι που διάβαζα. Τον έλεγαν ‘Σελιδοδείκτη’. 
Ναι, τον ήξερα. Είχα παραγγείλει βιβλία αμέτρητες φορές από τον οίκο του. 
Δεν του είπα το σκεπτικό μου γιατί δεν περίμενα ακριβώς αυτό από την πώληση του μηχανήματος. Η λογική μου είχε βασιστεί στην μη χρησιμότητα του αλλά, ως συνήθως, είχα πέσει έξω. Κάποιος το είχε αγοράσει για να το δουλέψει και όχι για να το βάλει σε μια ιδιωτική βιτρίνα. Από την άλλη, βέβαια, αν δεν ήθελε να φανερωθεί θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάποια δικαιολογία, έτσι δεν είναι; 
Πέρα από αυτές τις αμφιβολίες μου αν ήταν πράγματι αυτός που άλλαζε τα βιβλία, αποφάσισα να μην κάνω νύξη στον εκδότη του ‘Χαράματος’. Ίσως γιατί δεν ήθελα να δημιουργήσω βιαστικές υποψίες για κάποιον που μπορεί να μην είχε καμία σχέση. Αν και μάλλον ήταν γιατί σε αυτή την ιστορία είχα ταυτιστεί περισσότερο με τον διαρρήκτη παρά με τους εκδότες. Μέχρι να μάθαινα το πραγματικό λόγο –αν τα κατάφερνα ποτέ- η μυστηριώδης προσπάθεια του που δεν αποκαλύφθηκε παρά μόνο με την βούληση του μου προκαλούσε ένα μικρό δέος.
Τηλεφώνησα και στον εκδότη της ‘Πένας’, και τον ρώτησα για την πορεία του δικού του μηχανήματος. Αν το είχε πουλήσει στο ίδιο άτομο τότε ο γρίφος πιθανότατα να έφτανε στο τέλος του. Αλλά η ‘Πένα’ είχε χρεοκοπήσει, και το τυπογραφείο της, όπως και όλα τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας, είχαν κατασχεθεί από την τράπεζα. Το τι είχε απογίνει το μηχάνημα, δεν είχε ιδέα. Πιθανότατα θα είχε σκουριάσει σε κάποια αποθήκη ή θα είχε πεταχτεί σε κάποια χωματερή. Με ρώτησε γιατί αλλά ούτε σε αυτόν έκανα κάποια νύξη. Του είπα απλώς πως ήθελα να το τραβήξω φωτογραφίες αν υπήρχε ακόμα. Και έκλεισα το τηλέφωνο παίζοντας ταμπούρλο με τα δάχτυλα πάνω στο μικρό μου γραφείο.
Η απάντηση του δεν απέκλειε τίποτα. Το τυπογραφείο του δεν είχε αγοραστεί από κάποιο συλλέκτη αλλά γιατί ίσως τον είχε προλάβει η τράπεζα. Για το τρίτο τυπογραφικό μηχάνημα δεν μπορούσα να μάθω γιατί ο ιδιοκτήτης του είχε απωλέσει εις Κύριον, και απέμενε μόνο το τέταρτο, της ‘Σφαίρας’. Αυτή η εταιρία ήταν η πρώτη που είχε κλείσει και όπως μου είπε ο γιος του εκδότη στο τηλέφωνο, αγνοούσε τι είχαν απογίνει τα πράγματα της. Και ο κύκλος έκλεισε χωρίς καμία επιβεβαίωση και αφήνοντας τον γρίφο άθικτο.
Εντάξει, μόνο ένας τρόπος υπήρχε να μάθω αν ίσχυε ο συλλογισμός μου ή όχι. 
Βρήκα το τηλέφωνο του ‘Σελιδοδείκτη’ στο ίντερνετ και προσπαθώντας να ηρεμήσω λίγο την έξαψη μου, τηλεφώνησα. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα που κράτησαν για πολύ περισσότερο από όσο τους αναλογούσαν, μου απάντησε μία υπάλληλος. Της είπα πως ήθελα να μιλήσω με τον κ. Πάνο Κατσούλη αλλά εκείνη το αρνήθηκε ευγενικά. Ο κ. Κατσούλης ήταν απασχολημένος εκείνη τη στιγμή αλλά θα μπορούσα να κλείσω μαζί του ένα ραντεβού, αναφέροντας τον λόγο της επίσκεψης μου.
«Κάποτε είχε αγοράσει ένα τυπογραφικό μηχάνημα από τις εκδόσεις ‘Χάραμα’» της είπα. Και καταλαβαίνοντας πως ο λόγος μου θα έπρεπε να είναι αρκετά σημαντικός ώστε να με δεχτεί, συνέχισα με περισσότερο θάρρος. «Πείτε του πως πριν από τριάντα χρόνια κάποιος άλλαζε βιβλία με αυτό, όπως και με τα μηχανήματα τριών ακόμα εκδοτικών οίκων. Με την βιβλιοθήκη που συνεργάζομαι ετοιμάζουμε ένα αφιέρωμα σε αυτήν την ιστορία, και θα ήθελα να τον ρωτήσω αν έχει ακόμα το μηχάνημα και, αν είναι δυνατόν, να το φωτογραφήσω».
«Μια στιγμή» μου απάντησε και με έβαλε σε αναμονή.
Τα δευτερόλεπτα ξαναπήραν να καθυστερούν. Πιο αργά από πριν. Όσο περίμενα, φανταζόμουν πως θα μου απαντούσε ο ίδιος ο εκδότης, ίσως αγχωμένος, ίσως νευρικός με την αποκάλυψη του, και συνειδητοποίησα ότι δεν είχα σκεφτεί πώς να του μιλήσω. Ίσως βέβαια και να με απόρριπτε χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα. 
Δεν έγινε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μάλλον έπρεπε να το πάρω απόφαση πως οι προβλέψεις μου ποτέ δεν θα πετύχαιναν με την πρώτη. Μου απάντησε η υπάλληλος και με ρώτησε αν αύριο θα μπορούσα να τους επισκεφτώ, γύρω στις δώδεκα.
«Ναι, φυσικά» απάντησα με ζήλο. Και αφού άκουσα την υπάλληλο να λέει ένα ‘ωραία’ και να σημειώνει το ραντεβού στο σημειωματάριο της, κλείσαμε το τηλέφωνο. Και έμεινα στο γραφείο μου, στην αρχή χαρούμενος και μετά αναθεματίζοντας τον εαυτό μου που το είχα κλείσει χωρίς να κάνω μια πολύ σημαντική ερώτηση: δηλαδή, το είχαν ακόμα το μηχάνημα;
Αν και δεν ήξερα αν θα μπορούσε αύριο να έρθει μαζί μου και η Άννα, εκείνη όχι μόνο πήρε άδεια από τη δουλειά της αλλά με ρώτησε και πώς μου πέρασε από το μυαλό κάτι τέτοιο.
«Όπως αποδείχτηκε μέχρι τώρα» της είπα, «κάθε πρώτη σκέψη που κάνω είναι παντελώς λανθασμένη».
«Αν παίξεις ΛΟΤΤΟ» μου απάντησε, «να πετάξεις το πρώτο δελτίο που θα συμπληρώσεις και να παίξεις το δεύτερο».
Κι έτσι βρεθήκαμε την επόμενη μέρα μπροστά από τις εκδόσεις ‘Σελιδοδείκτης’. Ήταν μια πολυκατοικία σε ένα προάστιο, όχι μακριά από το κέντρο. Οι εγκαταστάσεις των εκδόσεων καταλάμβαναν δύο ή τρεις ορόφους –δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς από το σημείο που βρισκόμασταν- και για λίγο σταθήκαμε μπροστά από την είσοδο σαν να διστάζαμε. Ύστερα προχωρήσαμε και μπήκαμε μέσα καθώς η είσοδος ήταν ανοικτή.
Πήγαμε στον πρώτο όροφο όπου ήταν η διεύθυνση του οίκου. Μας άνοιξε ένας ηλικιωμένος υπάλληλος και μας οδήγησε στο εσωτερικό, μπροστά από ένα γραφείο που εξυπηρετούσε και χρέη υποδοχής. Είπε στην υπάλληλο εκεί πως ήμασταν το ραντεβού των δώδεκα και εκείνη μας είπε να καθίσουμε για λίγο μέχρι να μας δεχτεί ο εκδότης. Καθίσαμε με την Άννα σε έναν καναπέ και εξετάσαμε λίγο τον χώρο. Υπήρχαν πέντε κλειστά γραφεία στην μία πλευρά, που για τοίχους είχαν πλεξιγκλάς και μπορούσες να δεις όσους εργαζόντουσαν μέσα. Στην άλλη πλευρά υπήρχε ένα εσωτερικό ασανσέρ, αρκετά μεγάλο για να μπορούν να κατεβάζουν παλέτες με βιβλία. Ο ηλικιωμένος υπάλληλος που μας είχε ανοίξει την πόρτα, πήρε ένα δελτίο αποστολής από την υπάλληλο υποδοχής και μετά μπήκε στο ασανσέρ. 
Η Άννα έπιασε κουβέντα με την υπάλληλο ενώ εγώ παρακολουθούσα χωρίς να συμμετέχω ιδιαίτερα. Κρατούσα μια φωτογραφική μηχανή για να αποθανατίσω το τυπογραφικό μηχάνημα, αν υπήρχε ακόμα, και σε περίπτωση που ήταν το μόνο όφελος από αυτή την επίσκεψη. Στη τσάντα της Άννας είχαμε και τα δύο αντίτυπα του ‘Όλιβερ Τουίστ’, για να έχουμε αποδείξεις για την ιστορία μας. Θα προτιμούσα να πάρουμε το βιβλίο του Στίβεν Κινγκ καθώς από αυτό είχε ξεκινήσει η ιστορία, αλλά έτσι που το είχα καταντήσει θα ήταν καλύτερα να μην το επιδεικνύω. Λίγο αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο της υπάλληλου και αφού απάντησε μας είπε πως ο κ. Κατσούλης μάς περίμενε. 
Το γραφείο του ήταν ένα από αυτά με το πλεξιγκλάς. Δεν ήταν μεγάλο όπως είχα φανταστεί ούτε πολυτελές. Και ούτε βρήκα τον εκδότη να κάθεται πίσω από ένα τεράστιο μαονένιο γραφείο και σε δερμάτινη καρέκλα. Ήταν ένα απλό μικρό γραφείο, και ο εκδότης μας χαμογέλασε εγκάρδια όταν μπήκαμε μέσα. Ήταν γύρω στα πενήντα και σηκώθηκε με ευγένεια από την καρέκλα του για να ανταλλάξει χειραψία μαζί μας, αν και σηκώθηκε κάπως άτσαλα, σαν να ήταν μουδιασμένος από το καθισιό. Μας είπε να καθίσουμε με αυτή την πηγαία αβρότητα που χαρακτηρίζει τους απλούς και καλλιεργημένους ανθρώπους, και η συμπεριφορά του έδιωξε ένα μεγάλο μέρος από την νευρικότητα μου.
Μιλήσαμε γενικά στην αρχή, ποιοι ήμασταν, που ζούσαμε, που εργαζόμασταν και άλλα τέτοια. Μας άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον, και όταν έφτασε η στιγμή να μπούμε στην ουσία της επίσκεψης μας, η προσήλωση του σε αυτήν έγινε σχεδόν κολακευτική. Η Άννα ανέλαβε την αφήγηση της ιστορίας με έναν πολύ άνετο τρόπο, μιας και γενικότερα ήταν πολύ πιο άνετη από εμένα στις κοινωνικές συναναστροφές. Ο εκδότης, καθ’ όλη την διάρκεια της αφήγησης την διέκοψε ελάχιστα, κυρίως για την ρωτήσει με ενδιαφέρον πως είχαμε καταφέρει να κάνουμε όλες αυτές τις ανακαλύψεις, και ρωτώντας την που και που διάφορες λεπτομέρειες που φώτιζαν περισσότερο την προσπάθεια μας.
Όταν η Άννα ολοκλήρωσε, ο εκδότης την ρώτησε αν είχαμε φέρει μαζί μας ένα τέτοιο βιβλίο.
«Ναι» απάντησε η Άννα και έβγαλε τα αντίτυπα από την τσάντα της.
Ο εκδότης φόρεσε τα γυαλιά του και έφερε τα βιβλία μπροστά του. Ένα απαλό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του όταν τα ακούμπησε, τόσο ζεστό που ήταν σαν να συναντούσε έναν παλιόφιλο. Στην αρχή ακούμπησε τα εξώφυλλα με κάτι που έμοιαζε με χάδι, και μετά τα άνοιξε και άρχισε να τα ξεφυλλίζει με σεβασμό. Καθώς δεν κοίταζε εμάς πλέον, βρήκα την ευκαιρία να ανταλλάξω μια ματιά με την Άννα, που μου επιβεβαίωσε πως είχε και αυτή την ίδια πεποίθηση με την δική μου. Η συμπεριφορά του εκδότη δεν μπορούσε να είναι τυχαία. Μείναμε για λίγο αμίλητοι, παρακολουθώντας τον να διατρέχει τις σελίδες με ένα ύφος που εμπεριείχε σεβασμό, αναπόληση και συγκίνηση.
«Κύριε Πάνο» είπα όταν δεν άντεξα άλλο από την αγωνία, «εσείς αλλάζατε τα βιβλία;»
Δεν απάντησε αμέσως και φάνηκε σαν να μην με άκουσε. Αλλά μετά σήκωσε το βλέμμα του και μας κοίταξε. 
«Όχι» απάντησε. Και η απάντηση του ήταν τόσο ειλικρινής που δεν ξέραμε πλέον τι να υποθέσουμε. 
Ο εκδότης επέστρεψε τα βιβλία στην Άννα και σηκώθηκε χαμογελαστός από την καρέκλα του, το ίδιο άτσαλα όπως και πριν. «Ελάτε να σας δείξω εκείνο το μηχάνημα. Το έχω ακόμα» μας είπε. 
Όταν σηκώθηκε εντελώς, τον είδαμε να παίρνει ένα μπαστούνι πίσω από το γραφείο του, κάτι που δεν το είχαμε προσέξει μέχρι τότε. Ο εκδότης στηρίχτηκε σε αυτό και διέσχισε το γραφείο κουτσαίνοντας. Ο λόγος ήταν το δεξί του πόδι, που ήταν λεπτότερο από το άλλο και κάπως παραμορφωμένο. Το πέλμα του ήταν ελαφρώς στραμμένο προς το εσωτερικό και, παρόλο που το πατούσε σχεδόν κανονικά, το βάδισμα του δεν μπορούσε να γίνει φυσιολογικά. Βγήκε από το γραφείο υποστηρίζοντας την προσπάθεια του με το μπαστούνι και τον ακολουθήσαμε.
Είπε στην υπάλληλο υποδοχής -αποκαλώντας την με το μικρό της όνομα- πως θα επιστρέψουμε σε λίγο, και κατευθυνθήκαμε προς το ασανσέρ. Δεν ήξερα τι να υποθέσω αλλά φαντάστηκα πως η επίδειξη του μηχανήματος δεν θα ήταν μια απλή επίδειξη. Η πορεία μας προς αυτό έμοιαζε με πορεία προς κάτι περισσότερο που ήθελε να μας αποκαλύψει ο εκδότης. Το φυσιολογικό θα ήταν να μας είχε πει ότι δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση και να κλείσει το θέμα εκεί. Αλλά δεν το είχε κάνει. Είχε διακόψει την συζήτηση σαν θα ήθελε να την μεταφέρει από το γραφείο του σε ένα άλλο μέρος.
Το ασανσέρ πέρασε από τον δεύτερο όροφο χωρίς να σταματήσει. Ο εκδότης μας ενημέρωσε πως εκεί ήταν το πιεστήριο όπου τυπώνονταν τα βιβλία. Λόγω της οικονομικής κρίσης η παραγωγή είχε ελαττωθεί αλλά ο εκδοτικός οίκος πατούσε ακόμα δυνατά στα πόδια του. Στον επόμενο όροφο ήταν η αποθήκη της εταιρίας όπου φυλάσσονταν τα βιβλία. Όταν φτάσαμε και άνοιξε την πόρτα, είδαμε μια μεγάλη αίθουσα χωρίς εσωτερικούς τοίχους, γεμάτη ράφια και στοιβαγμένα βιβλία. Ένας νεαρός υπάλληλος έφτιαχνε δέματα με όσα ήταν να αποσταλούν και τον βοηθούσε ο ηλικιωμένος υπάλληλος που μας είχε ανοίξει την πόρτα νωρίτερα. Στο βάθος της αίθουσας, στα δεξιά υπήρχε ένα μικρό άδειο γραφείο ενώ στα αριστερά υπήρχε μια χτισμένη τετράγωνη γωνία, σαν μια μικρότερη αποθήκη μέσα στην μεγαλύτερη.
Εκεί μας πήγε ο εκδότης. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κλειδί και άνοιξε την πόρτα, και μπήκε μέσα ανάβοντας το φως. Δεν ακούσαμε αυτό το μελαγχολικό βούισμα που βγάζουν οι λάμπες φθορισμού και ούτε απλώθηκε το μουντό και κρύο φως που είχε η μεγάλη αποθήκη απ’ έξω. Το φως εδώ ήταν ζεστό, σχεδόν σπιτικό, και ο εκδότης παραμέρισε για να περάσουμε κι εμείς. 
Αυτό που είδαμε μας άφησε άφωνους. Είχαμε μια ιδέα τι θα συναντούσαμε αλλά όχι σε τέτοια έκταση. Μπροστά μας βλέπαμε όλα όσα μας είχαν στοιχειώσει τους τελευταίους δύο μήνες. Ο χώρος ήταν αρκετά μεγάλος και πεντακάθαρος, και μέσα υπήρχαν τέσσερα τυπογραφικά μηχανήματα, που κατάλαβα αμέσως ποια μηχανήματα ήταν. Και σε μία γωνία ήταν μια μικρή βιβλιοθήκη, γεμάτη παλιά βιβλία, που επίσης κατάλαβα ποια ήταν. Γύρω στους εκατό μαύρους κύκνους αναπαύονταν πίσω από τα τζάμια, προσεγμένοι και ταξινομημένοι από κάποιον που νοιαζόταν ιδιαίτερα για την ύπαρξη τους.
Και εγώ και η Άννα κοιτάξαμε την βιβλιοθήκη αποχαυνωμένοι, και μετά στραφήκαμε προς τον εκδότη, που μας επιβεβαίωσε πως ήταν αυτό που είχαμε φανταστεί. Καταλαβαίνοντας πως είχαμε την άδεια του να τα δούμε από κοντά, και χωρίς να το ζητήσουμε και δεύτερη φορά, αδιαφορήσαμε για τα μηχανήματα και κινήσαμε προς τα βιβλία. Λογιών λογιών τίτλοι από κάθε είδος της μυθοπλασίας ξεκουράζονταν εκεί, περιμένοντας κάποιον να τα διαβάσει μία ακόμα φορά. Τα περισσότερα ήταν πολυδιαβασμένα και αν δεν είχαν μια επιμελή φροντίδα θα είχαν ξεχαρβαλωθεί. Αλλά δεν μπορούσαν να κρύψουν πως είχαν διαβαστεί δεκάδες φορές το καθένα τους, σαν ιερά κειμήλια που εξυπηρετούσαν χωρίς δισταγμό την μυσταγωγική αγάπη βιβλιόφιλων χεριών. Ήταν όλα παλιά, άλλα στην καθαρεύουσα και άλλα στην δημοτική, άλλα μυθιστορήματα και άλλα συλλογές διηγημάτων, άλλα Ελλήνων και άλλα ξένων συγγραφέων. Και φυσικά είχαν υπογραμμίσεις, απαλές, και μόνο κάτω από τις λέξεις που ήταν διαφορετικές, αποκαλύπτοντας για όλη την διάρκεια της ζωής τους τις διαφορές που τα έκαναν μοναδικά. 
Είχα ζαλιστεί με τον ίδιο τρόπο που θα ζαλιζόταν κάποιος που αντικρίζει ένα δωμάτιο γεμάτο χρυσάφι και γυαλιστερά κοσμήματα. Η Άννα δίπλα μου ξεφύλλιζε με θαυμασμό ένα μαύρο κύκνο, και όπως μου είπε αργότερα ένιωθε το βιβλίο του Ντίκενς στην τσάντα της να διαμαρτύρεται και να ζητά να τον αφήσουν ελεύθερο να πάρει την θέση του στην βιβλιοθήκη. Εντάξει, είχαμε γίνει και οι δύο λίγο υπερβολικοί εκείνη τη στιγμή, αλλά πάντα έτσι γίνεται όταν κάποιος αγαπά κάτι. Στο κάτω κάτω, και οι τρεις σε αυτό το δωμάτιο δεν ήμασταν παρά μέλη της ίδιας φυλής, ο καθένας με τον τρόπο του, και δεν υπήρχε κάποιος λόγος να μας συγκρατήσει στα όρια της πραγματικότητας.
Στράφηκα προς τον εκδότη που είχε στηριχτεί στο μπαστούνι του και μας κοιτούσε με συμπάθεια. 
«Είπατε πως δεν αλλάζατε εσείς τα βιβλία…» κατάφερα να αρθρώσω.
«Δεν τα άλλαζα εγώ» απάντησε ο εκδότης. «Δεν θα μπορούσα να τα αλλάξω εγώ. Το πρώτο από αυτά τα βιβλία δημιουργήθηκε το 1976, όταν ήμουν δώδεκα χρονών. Ακόμα κι αν δεν ήμουν τόσο μικρός σε ηλικία, το πόδι μου δεν θα μου επέτρεπε ιδιαίτερες περιπέτειες. Είμαι έτσι, βλέπετε, εκ γενετής».
Η αναφορά στο πόδι του με φρενάρισε λίγο. Αν και ο ίδιος μιλούσε για αυτό χωρίς κανένα πρόβλημα, σαν να ήταν μια γρατζουνιά στο χέρι για παράδειγμα, εγώ ένιωσα άβολα. Χαμήλωσα κι άλλο την φωνή και ρώτησα: 
«Τότε, ποιος;»
«Ο πατέρας μου».
Τον κοίταξα με έκπληξη. Η Άννα κρατούσε ένα ανοικτό βιβλίο στα χέρια και τον κοιτούσε με ένα ύφος που μάλλον είχα κι εγώ.
«Βλέπετε» είπε ο εκδότης, «γεννήθηκα με αυτό το παραμορφωμένο πόδι, και ακόμα και αν η οικογένεια μου δεν ήταν τόσο φτωχή όσο ήταν τότε, δεν υπήρχε κανένας γιατρός για να το σουλουπώσει. Έμελλε να ζήσω ολόκληρη τη ζωή μου κουτσός, και δεν θα ήταν καθόλου εύκολο αν άφηνα το πρόβλημα μου να με κατατρέχει. Κατά κάποιο τρόπο ήμουν μοναδικός ανάμεσα στους άλλους, αλλά όχι με την ευχάριστη έννοια. Ήμουν ο προβληματικός.
»Οι γονείς μου έκαναν ότι ήταν δυνατόν για να με πείσουν πως δεν διέφερα από τους άλλους και πως το πρόβλημα που είχα δεν έπρεπε να μου γίνει εμπόδιο. Αλλά κανένας δεν μπορεί να σε πείσει για κάτι τέτοιο όταν το γενικότερο περιβάλλον σε αντιμετωπίζει αλλιώς. Τι σημασία είχε τι λέει η οικογένεια σου όταν οι φίλοι σου, οι συμμαθητές σου και όλοι οι υπόλοιποι σε αντιμετωπίζουν σαν προβληματικό;
»Μεγαλώνοντας γινόμουν όλο και πιο εσωστρεφής, και από πολύ νωρίς στράφηκα προς την λογοτεχνία. Υποθέτω πως πρώτα συμβιβάστηκαν με την κατάσταση οι ίδιοι οι γονείς μου. Αποδέχτηκαν την μοναδικότητα μου ως κάτι που με ξεχώριζε από τους άλλους, αλλά έπρεπε να βρουν ένα τρόπο να την αποδεχτώ και εγώ. Όχι όμως σαν ελαττωματικός. Με δυο λόγια, προσπάθησαν να ταυτίσουν την μοναδικότητα μου και με κάτι πραγματικά ξεχωριστό, κάτι θετικό, που δεν θα είχαν οι άλλοι. Έλπιζαν πως έτσι θα γινόταν πλεονέκτημα μέσα μου. Και, λόγω της αγάπης μου για τα βιβλία, ο πατέρας μου άρχισε να φτιάχνει μοναδικά αντίτυπα και να μου τα φέρνει. Ήταν μια εξισορρόπηση των πραγμάτων, αν θέλετε. Μπορεί να είχα ένα πρόβλημα που δεν είχαν οι άλλοι, αλλά κανένας τους δεν είχε το πλεονέκτημα που είχα εγώ. Και ξέρετε κάτι; Το κόλπο τους δούλεψε.
»Αυτό δεν έγινε γιατί είχα στην κατοχή μου μοναδικά βιβλία. Στην αρχή, φυσικά, ήμουν κατενθουσιασμένος. Κρατώντας κάποιο από αυτά αισθανόμουν σαν να κρατούσα ένα από τα μυστικά του σύμπαντος. Και όταν έβλεπα όλους τους άλλους να έχουν το ίδιο βιβλίο μεταξύ τους και όχι αυτό το ξεχωριστό αντίτυπο που είχα εγώ, ένιωθα ευτυχισμένος. Οι ‘μαύροι κύκνοι’, όπως τους αποκαλείτε, έγιναν έναν σύμβολο για μένα. Αλλά όχι σαν αντικείμενο. Μεγαλώνοντας και αντιλαμβανόμενος όλο και περισσότερα πράγματα, κατάλαβα πως τα μοναδικά πράγματα τα δημιουργούν οι μοναδικοί άνθρωποι. Ο πατέρας μου, ένας φτωχός άνθρωπος που τα έφερνε με δυσκολία πέρα, έχοντας τελειώσει μόνο το δημοτικό και δουλεύοντας σαν καθαριστής σε συνεργείο που καθάριζε διάφορες εταιρείες, μπόρεσε και έφτιαξε ένα μοναδικό σύμπαν για μένα, όλα αυτά τα βιβλία που βλέπετε στην βιβλιοθήκη. Όλη αυτή η μοναδικότητα, που την είχα εγώ λόγω της δικής μου μοναδικότητας, όχι εξαιτίας του ποδιού μου αλλά γιατί είχα μοναδικούς γονείς, ήταν το κατόρθωμα ενός και μόνο ανθρώπου. Δεν το έκανε με χρήματα ή με ξεχωριστές ικανότητες, ούτε έχοντας κάποιο αξίωμα ή χρησιμοποιώντας γνωριμίες. Απλώς το έκανε. Και έτσι εντυπώθηκε μέσα μου η πεποίθηση πως μπορείς να κάνεις σημαντικά πράγματα, ακόμα και αν δεν έχεις τίποτα από όσα έχουν οι άλλοι. 
»Καταλαβαίνετε πως ξεκίνησα αυτή τη ζωή με μια πολύ άσχημη ζαριά, αλλά κατόπιν ξεκίνησα την πορεία μου στην κοινωνία με μια σοβαρή παρακαταθήκη. Δεν είναι δύσκολο να πλάσεις την σκέψη ενός παιδιού. Η δική μου πλάστηκε με την έννοια της μοναδικότητας, αλλά της μοναδικότητας που φτιάχνει μοναδικά πράγματα και όχι αυτής που σε περιορίζει. Τα βιβλία που αγαπούσα και είχα στην κατοχή μου ήταν μοναδικά, και αυτό μου έδινε κατά κάποιο τρόπο ισορροπία, αλλά οι πράξεις του πατέρα μου ήταν επίσης μοναδικές, και αυτό μου έδινε την κατεύθυνση».
Ο εκδότης μιλούσε χωρίς καμία συγκινησιακή φόρτιση. Έλεγε την ιστορία του χαμογελαστός, με αυτοπεποίθηση, όπως θα διηγούταν μια οποιαδήποτε άλλη προσωπική του ιστορία. Εμείς τον παρακολουθούσαμε σιωπηλοί. 
«Η δική μου προσπάθεια στο μέλλον δεν θα ήταν να κάνω κάτι μοναδικό» συνέχισε ο εκδότης. «Απλώς να μπορέσω να ζήσω μία φυσιολογική ζωή. Και τα κατάφερα αρκετά καλά. Σπούδασα, έκανα οικογένεια, τρία παιδιά, ασχολήθηκα επαγγελματικά με αυτό που αγαπούσα –τα βιβλία- και έζησα ευτυχισμένος. Δεν ξέρω αν θα τα είχα καταφέρει αν είχα διαμορφώσει διαφορετική αντίληψη».
Κουνήσαμε τα κεφάλια μας αργά, με κατανόηση. Είχα πολλές ερωτήσεις να κάνω αλλά δεν ήξερα αν έπρεπε. Μπροστά σε αυτά που μας αποκάλυψε, οι ερωτήσεις μου θα φαινόντουσαν μικρές και ανάξιες λόγου. Ωστόσο, τόλμησα μία, μιας και ο εκδότης φάνηκε να τελειώνει προσωρινά την εξιστόρηση του.
«Γιατί σταμάτησε ο πατέρας σας να αλλάζει βιβλία;» ρώτησα.
«Σταμάτησε το 1982» απάντησε εκείνος. «Την χρονιά που θα έφευγα για σπουδές. Δεν υπήρχε πια νόημα να συνεχίσει, ότι ήταν να κάνει το είχε κάνει και μάλιστα στο έπακρο. Αλλά με περίμενε μία ακόμα δύσκολη περίοδος γιατί η οικονομική στήριξη από τον μισθό του θα ήταν πενιχρή, κι έτσι θα έπρεπε να σπουδάζω και ταυτόχρονα να δουλεύω –αν κατάφερνα να βρω δουλειά. Και θα ήταν και η πρώτη φορά που θα έφευγα από το σπίτι. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλό να είχα ένα επιπλέον στήριγμα. Έτσι αποφάσισε να μπει στην αποθήκη της ‘Σφαίρας’ και να πάρει όσα βιβλία του είχαν ξεφύγει τα προηγούμενα χρόνια. Όσα μπόρεσε να βρει, τουλάχιστον.
»Πέρασα πραγματικά δύσκολα χρόνια στην συνέχεια, αλλά και δουλειά βρήκα και κατάφερα να πάρω το πτυχίο μου. Σπούδασα φιλολογία, μιας και έπρεπε να ακολουθήσω το δικό μου δυνατό σημείο, την αγάπη μου για την λογοτεχνία. Και αργότερα τα πράγματα καλυτέρεψαν. 
»Δούλεψα σαν δάσκαλος για λίγα χρόνια αλλά δεν ήταν αυτό που πραγματικά επιθυμούσα. Εκτός από την έννοια της μοναδικότητας, μέσα μου είχε εντυπωθεί και η έννοια της τυπογραφίας. Κατά κάποιο τρόπο, με αυτήν μεγάλωσα. Έτσι, αγόρασα το πιεστήριο της ‘Σφαίρας’ όταν αυτή έκλεισε και άνοιξα τον δικό μου εκδοτικό οίκο. Πήγα αρκετά καλά. Οι άλλοι τρεις οίκοι έκλεισαν αργότερα, όταν η τεχνολογία είχε προχωρήσει στην τυπογραφία. Κατάφερα να αγοράσω τα μηχανήματα τους μεταχειρισμένα και πολύ φτηνά, όταν δεν είχαν πια χρησιμότητα για αυτούς. Εκτός από της ‘Πένας’, που το αγόρασα σε δημοπρασία. Και τα αγόρασα όχι για να τα δουλέψω αλλά για να φτιάξω αυτή την αίθουσα».
Ο εκδότης την κοίταξε με τρυφερότητα. 
«Την έχω φτιάξει για να μου υπενθυμίζει την βάση της ζωής μου» είπε. «Ο πυρήνας της, η ουσία της, είναι εδώ μέσα. Δεν χρειάζομαι πλέον τέτοια ώθηση αλλά έχω δικούς μου ανθρώπους που ίσως την χρειαστούν, και θέλω να τους την δείχνω στην πράξη. Με αυτή την έννοια μεγάλωσαν και τα δικά μου παιδιά, και περιμένω σιγά σιγά και τα εγγόνια. Όποιος από αυτούς χρειαστεί ενθάρρυνση στο μέλλον, δεν έχει παρά να έρθει εδώ και να θυμηθεί την ιστορία. Για αυτό την έφτιαξα». 
Είχαμε συγκινηθεί, και η Άννα αρκετά περισσότερο από μένα. Δεν είχαμε διάθεση να κάνουμε κάποια κοινότυπη ερώτηση που θα έβαζε κάποια από τις εναπομείναντες λεπτομέρειες της ιστορίας στην θέση τους. Τι νόημα θα είχε; Η στιγμή ήταν τόσο δυνατή που αφήσαμε τα υπόλοιπα κομμάτια του παζλ για αργότερα. Ωστόσο, υπήρχε μία ερώτηση που δεν είχε την ίδια ελαφρότητα με τις άλλες. Την έκανε η Άννα.
«Τι απέγινε ο πατέρας σας;» ρώτησε χαμηλόφωνα και πολύ διστακτικά.
Ο εκδότης μάς χαμογέλασε ξανά. Πάντα φιλικά, πάντα με συμπάθεια. «Ζει και βασιλεύει» μας είπε. «Για την ακρίβεια, μπορείτε να του μιλήσετε αν θέλετε». Και μας έδειξε με το βλέμμα του το παράθυρο αυτής της μικρής αποθήκης, που από το τζάμι της μπορούσες να δεις στην μεγάλη αποθήκη. 
Εκεί φαινόταν το μικρό γραφείο που είχαμε δει προηγουμένως, και σε αυτό καθόταν τώρα ο ηλικιωμένος υπάλληλος που μας είχε ανοίξει την πόρτα. Θα πρέπει να πλησίαζε τα εβδομήντα, και προσπαθούσε να διαβάσει πάνω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας του κάποια δελτία αποστολής ή τιμολόγια που κρατούσε στα χέρια.
«Δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει» είπε ο εκδότης κοιτώντας τον. «Όταν άνοιξα τον εκδοτικό οίκο ήρθε να με βοηθήσει, και από τότε παραμένει εδώ. Εδώ και χρόνια δεν έχει καμία οικονομική ανάγκη να εργάζεται αλλά το κάνει. Αγαπά πολύ αυτή την εταιρεία, αν και νομίζω πως τις περισσότερες φορές παραμένει εδώ για να βοηθά εμένα τον ίδιο. Κάποια πράγματα, τελικά, δεν αλλάζουν ποτέ».
Τον ακούγαμε ενώ κοιτάζαμε τον πατέρα του με σεβασμό. Ή δέος. Ή και τα δύο μαζί.
«Δεν είναι μόνο τα μάτια του που τον δυσκολεύουν να διαβάσει» συνέχισε ο εκδότης. «Απλώς δεν ξέρει καλή ανάγνωση. Ξέρει να διαβάζει αλλά με δυσκολία. Και η γραφή του είναι ακόμα χειρότερη. Έτσι ανέλαβε πόστο στην αποθήκη όπου θα τα χρησιμοποιούσε και τα δύο το λιγότερο δυνατόν. Και αυτό ίσως σας εξηγήσει και γιατί έκανε τόσο λίγες αλλαγές στα βιβλία. Δεν ήθελε να φτιάξει κάτι με λάθη. Χρησιμοποιούσε μόνο λίγες λέξεις, και μόνο όσες ήταν σίγουρος για την ορθογραφία τους».
Ο εκδότης έμεινε για λίγο σιωπηλός. Ύστερα γύρισε προς εμάς που δεν ξέραμε τι να πούμε, και θέλοντας μάλλον να ελαφρύνει λίγο την ατμόσφαιρα, μεταξύ σοβαρού και αστείου μάς είπε χαμογελαστός:
«Είμαι σίγουρος πως αν ήξερε καλή ορθογραφία θα είχε φτιάξει και ένα βιβλίο με διαφορετικό τέλος».

***

Δεν ξέρω αν θα άλλαζε ποτέ το τέλος σε κάποιες από τις ιστορίες των μαύρων κύκνων αλλά δεν είχε και μεγάλη σημασία. Είχε γράψει το τέλος στην δικιά του ιστορία, και ήταν ένα καλό τέλος.
Ο κ. Πάνος μας προέτρεψε να του μιλήσουμε αλλά με την Άννα ήμασταν διστακτικοί. Ήταν λες και είχαμε μπροστά μας κάποιο ιερό τέρας και ντρεπόμασταν να του μιλήσουμε. Ωστόσο, το κάναμε, και φυσικά ήταν τόσο απλός που νιώσαμε σαν το σπίτι μας. Ήταν μάλλον εσωστρεφής χαρακτήρας και λιγομίλητος, αλλά ευγενικός και φιλικός όπως ο γιος του. Πρώτα ξεθάρρεψε η Άννα και μετά εγώ. Και τελικά κάτσαμε καμιά ώρα μαζί με αυτόν και τον κ. Πάνο, κουβεντιάζοντας στην αρχή για τους μαύρους κύκνους και στη συνέχεια για ένα σωρό άλλα θέματα. Η υπάλληλος υποδοχής πήρε αρκετά τηλέφωνα σε αυτό το διάστημα για να θυμίσει στον κ. Πάνο τις τρέχουσες υποχρεώσεις του, και με την Άννα αποφασίσαμε κάποια στιγμή πως δεν έπρεπε να καταχραστούμε άλλο από τον χρόνο τους.
Τους αποχαιρετήσαμε και φύγαμε. Βγήκαμε από τον εκδοτικό οίκο και περπατήσαμε μέσα σε ένα ηλιόλουστο μεσημεριανό προς το αυτοκίνητο της Άννας, με το οποίο είχαμε ταξιδέψει. Δεν υπάρχει λόγος να αναφερθώ στα συναισθήματα εκείνης της στιγμής και πόσο μας είχαν επηρεάσει. Είναι, νομίζω, ευνόητα, αλλά και πολύ κοινότοπα για να βάλω τις λέξεις τους στην σειρά. Ούτε και στις τελευταίες λεπτομέρειες εκείνης της ιστορίας πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να αναφερθώ. Τι σημασία έχει πως έμπαινε τα βράδια ο κ. Μιχάλης, ο πατέρας του εκδότη, στους οίκους; Ή πως έμαθε να χειρίζεται τα τυπογραφικά μηχανήματα ρωτώντας από δω κι από κει; Όλα αυτά θα ήταν απλές αναφορές χωρίς μεγάλο νόημα.
«Ξέρεις κάτι;» μου είπε η Άννα καθώς προχωρούσαμε καθόλου βιαστικά στο πεζοδρόμιο.
«Τι;»
«Αν δεν είχαν περάσει τόσα χρόνια τελικά δεν θα είχαμε μάθει την απάντηση. Το κοινό που ψάχναμε στους οίκους δεν ήταν εκείνη την εποχή αλλά αργότερα. Ήταν τα μηχανήματα που μάζεψε ο κ. Πάνος».
«Ναι, πράγματι» είπα. «Και χαίρομαι ιδιαίτερα που δεν πήραμε με την σειρά όσους γείτονες έμεναν κοντά στους εκδοτικούς τότε. Δεν αντέχω το πολύ περπάτημα».
Η Άννα γέλασε. «Κι όμως, θα ήσουν ικανός να το κάνεις».
«Το πιο πιθανό ήταν να με ακολουθούσες και να χτυπούσες περισσότερες πόρτες από μένα» αστειεύτηκα.
«Ναι, μάλλον» είπε.
Προχωρήσαμε μερικά βήματα ακόμα. 
«Τι σκοπεύεις να κάνεις;» με ρώτησε. «Θα έρθεις να δουλέψεις με τον κ. Πάνο;»
Ο κ. Πάνος με είχε ρωτήσει αν ήθελα να εργαστώ στην εταιρεία του. Υπήρχε μια θέση στην αποθήκη και θα μπορούσα να απασχοληθώ εκεί αν ήθελα. Δεν ήταν κάτι σημαντικό από οικονομικής απόψεως αλλά θα ήταν μια λύση για αυτή την εποχή της ανεργίας. Εγώ αγαπούσα τα βιβλία και θα ήμουν στο περιβάλλον μου. Τι είχα να χάσω; 
«Μου το πρόσφερε τόσο ευγενικά που δεν μπορώ να αρνηθώ» απάντησα.
Πρόσεξα πως η απάντηση μου την μελαγχόλησε λίγο. Οι μαύροι κύκνοι είχαν δημιουργήσει ένα μικρό δέσιμο μεταξύ μας και τώρα θα έπρεπε να έχουμε μια απόσταση.
«Ορίστε, κερδισμένος βγήκες» είπε.
«Κι εσύ, όμως. Έχεις ακόμα τους μαύρους κύκνους που ανακαλύψαμε για να φτιάξεις το ράφι στην βιβλιοθήκη».
Έγνεψε καταφατικά. Παρόλο που είχαμε προσφερθεί να τους φέρουμε ώστε να μπουν στην βιβλιοθήκη του ‘Σελιδοδείκτη’ μαζί με τους άλλους μαύρους κύκνους, ο κ. Πάνος και ο πατέρας του είχαν αρνηθεί. Επέμειναν μάλιστα ιδιαίτερα να τους κρατήσουμε εμείς. Κι έτσι είχαμε ακόμα την δυνατότητα να φτιάξουμε εκείνο το ράφι.
Δεν θα λέγαμε πάντως όλη την ιστορία. Ο κ. Πάνος μας είχε πει πως ο πατέρας του θα ένιωθε άσχημα αν μαθευόταν πως κάποτε έκλεβε βιβλία. Όσο κι αν ο λόγος που το έκανε ήταν αυτός που ήταν, όσο κι αν ο ίδιος δεν ήταν πραγματικός κλέφτης, θα προτιμούσε να παραμείνει άγνωστος. Είχε ακόμα αυτό το αίσθημα τιμής που χαρακτήριζε προηγούμενες γενιές. Τον εκτιμήσαμε ακόμα περισσότερο γιατί αυτό φανέρωνε την απλότητα του σε όλο της το μεγαλείο. Θα κρατούσαμε λοιπόν κρυφή την απάντηση και θα παρουσιάζαμε τους μαύρους κύκνους σαν ένα όμορφο μυστήριο. Και αργότερα βλέπαμε.
Φτάσαμε στην γωνία πριν το γκαράζ που είχαμε παρκάρει. Σταμάτησα και κοίταξα τριγύρω. Τώρα που είχαν όλα μπει στην θέση τους, ένιωθα σαν να είχα κατέβει σε μία στάση μετά από μεγάλο ταξίδι με τρένο, και είχα την πολυτέλεια να εξερευνήσω την άγνωστη περιοχή μπροστά μου χωρίς να έχω τίποτα στο νου μου. Δεν ήθελα να μπω ακόμα στο αυτοκίνητο.
Η Άννα με κοίταξε περίεργη.
«Τι έπαθες;» με ρώτησε.
Έψαξα με το βλέμμα μου τα μαγαζιά της περιοχής και εντόπισα λίγο παρακάτω ένα ζαχαροπλαστείο. Μετά κοίταξα την Άννα και της είπα κάτι που την έκανε να χαμογελάσει.
«Τι λες για ένα προφιτερόλ;»


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: