Το ήξερα πως παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση κι έτσι έβαζα τα δυνατά μου. Δεν ήταν εδώ, με κοιτούσε από ψηλά σαν εξεταστής –σαν ανώτερο ον θα έλεγα- και το μόνο για το οποίο ήμουν βέβαιος ήταν πως τα μάτια της ήταν γαλάζια, σχεδόν γκρι όταν τα κοιτούσες για πρώτη φορά. Δεν ένιωθα καμία αμηχανία από την προσήλωση της. Ίσα ίσα, η προσοχή της μου έδινε μεγάλη δύναμη.
Έδωσα βάση στους υπόλοιπους, σε αυτούς που είχα μπροστά μου. Δύο κουστουμαρισμένα ρεμάλια, από το είδος που σιχαινόμουν περισσότερο. Στεκόντουσαν όρθιοι και έκρυβαν την πόρτα πίσω από τις ογκώδεις πλάτες τους. Δεν ήταν αμίλητοι ή με αγελαδίσιο βλέμμα, σαν αυτούς που καίνε τον εγκέφαλο για να δυναμώσουν τα μπράτσα. Ήταν τσογλάνια αυθάδικα, με υποτιμητική ματιά και υπεροπτικό χαμόγελο. Μιλούσαν σπιρτόζικα, και αν μιλούσες κι εσύ σε παίρναν στο ψιλό.
Έδωσα βάση στους υπόλοιπους, σε αυτούς που είχα μπροστά μου. Δύο κουστουμαρισμένα ρεμάλια, από το είδος που σιχαινόμουν περισσότερο. Στεκόντουσαν όρθιοι και έκρυβαν την πόρτα πίσω από τις ογκώδεις πλάτες τους. Δεν ήταν αμίλητοι ή με αγελαδίσιο βλέμμα, σαν αυτούς που καίνε τον εγκέφαλο για να δυναμώσουν τα μπράτσα. Ήταν τσογλάνια αυθάδικα, με υποτιμητική ματιά και υπεροπτικό χαμόγελο. Μιλούσαν σπιρτόζικα, και αν μιλούσες κι εσύ σε παίρναν στο ψιλό.