Τα βήματα της καμήλας

Φυσούσε ένας γλυκός, ανατολίτικος άνεμος στην έρημο. Τον άκουγες σιγανό μα σταθερό, να κουβαλά την ιστορία της απ’ άκρη σ’ άκρη και να την ταξιδεύει αργόσυρτα από την Ανατολή ως το βύθισμα του ήλιου.
Στο πέρασμα του είχε ανασηκώσει ένα πέπλο από την πιο ψιλή και ανάλαφρη άμμο, λίγο μόλις πάνω από το έδαφος. Κυλούσε στην κατεύθυνση του απαλά και αρμονικά, σαν αραχνοΰφαντο τούλι που το τραβούσε ευγενικά, κι αυτό απομακρυνόταν αγγίζοντας την έρημο, χαϊδεύοντας τους αμμόλοφους και ακολουθώντας την μορφή της.
Και οι καμήλες από το καραβάνι ήταν σαν να μην πατούσαν πουθενά, παρά μόνο σε αυτό το χαλί το φτιαγμένο από άμμο και αιθέρα, και προχωρούσαν σαν να μην είχαν βάρος, χωρίς να αφήνουν χνάρια πάνω του. Οι οπλές τους χανόντουσαν μέσα του, όπως είχαν χαθεί και οι σκέψεις, που τις είχε παρασύρει ο άνεμος μαζί του.
Αυτές, τις σκέψεις, τις έβλεπες να τρέχουν απελευθερωμένες στον ορίζοντα, χωρίς να θέλουν και χωρίς να θέλεις να γυρίσουν πίσω, και να σκορπίζουν σαν στάχτη το κουβάλημα τους. Και τις παρακολουθούσες από μακριά, με την ματιά σαγηνευμένη και αφυλάκιστη, να τρέχουν ως τις πιο απόμακρες κορυφογραμμές.
Και ταξίδευες στην έρημο δίχως το φορτίο τους, προς τον ήλιο που έπεφτε και άφηνε τους ίσκιους πίσω. Και δίχως αυτές ήσουν πιο πρόθυμος από τον άνεμο, αέρινος σαν το αμμουδένιο πέπλο, διάφανος, και κάπως σαν τα βήματα της καμήλας, σαν να μην είχες βάρος, χωρίς να αφήνεις χνάρια πάνω της. 

Γαλάζια μάτια, σχεδόν γκρι

Το ήξερα πως παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση κι έτσι έβαζα τα δυνατά μου. Δεν ήταν εδώ, με κοιτούσε από ψηλά σαν εξεταστής –σαν ανώτερο ον θα έλεγα-­ και το μόνο για το οποίο ήμουν βέβαιος ήταν πως τα μάτια της ήταν γαλάζια, σχεδόν γκρι όταν τα κοιτούσες για πρώτη φορά. Δεν ένιωθα καμία αμηχανία από την προσήλωση της. Ίσα ίσα, η προσοχή της μου έδινε μεγάλη δύναμη.
Έδωσα βάση στους υπόλοιπους, σε αυτούς που είχα μπροστά μου. Δύο κουστουμαρισμένα ρεμάλια, από το είδος που σιχαινόμουν περισσότερο. Στεκόντουσαν όρθιοι και έκρυβαν την πόρτα πίσω από τις ογκώδεις πλάτες τους. Δεν ήταν αμίλητοι ή με αγελαδίσιο βλέμμα, σαν αυτούς που καίνε τον εγκέφαλο για να δυναμώσουν τα μπράτσα. Ήταν τσογλάνια αυθάδικα, με υποτιμητική ματιά και υπεροπτικό χαμόγελο. Μιλούσαν σπιρτόζικα, και αν μιλούσες κι εσύ σε παίρναν στο ψιλό.

Ανιχνευτής ψεύδους

«Ναι, ναι, μπες».
Η πόρτα του γραφείου άνοιξε και μπήκε μέσα ο αρχισυντάκτης ειδήσεων. Δεν χρειάστηκε να κοιτάξει τριγύρω για να βρει που καθόταν ο Γιώργος Γιατεντέρης. Ήταν στην γωνία που χρησιμοποιούσε σαν καμαρίνι, με τον καθρέπτη και τα υπόλοιπα σύνεργα. Ήταν από τις απαιτήσεις του για να συνεργαστεί με το κανάλι και να παρουσιάσει το κεντρικό δελτίο ειδήσεων των εννιά: ένα πελώριο γραφείο –σαν πρώτη φίρμα δημοσιογράφος που ήταν- και ένα καμαρίνι μέσα σε αυτό -σαν καλός σταρ που ήταν. Τώρα καθόταν μπροστά από τον καθρέπτη και δεχόταν τις περιποιήσεις της αισθητικού που του φρόντιζε τις φαβορίτες. Φορούσε μια κόκκινη ποδιά γύρω από το λαιμό, που του κάλυπτε όλο το σώμα για να μην πέσουν οι κομμένες τρίχες στα ρούχα του.
«Κάνε ένα τάιμ άουτ» είπε ο αρχισυντάκτης. «Έχουμε σοβαρά θέματα απόψε. Θέλω την προσοχή σου».

Παίρνοντας το λεωφορείο

Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα έκανα τέτοιο πράγμα αλλά η τελευταία του προσβολή με έφτασε στα όρια. Είχα κάνει τόσα χιλιόμετρα για να συζητήσουμε το θέμα και αυτός μου έριχνε την μία προσβολή μετά την άλλη. Δεν άντεξα, θόλωσα, πήρα την μασιά και τον χτύπησα στο κεφάλι.
Τον άφησα αιμόφυρτο στο πάτωμα και έτρεξα να αδειάσω το στομάχι μου που το έπιασαν σπασμοί. Έτρεμα ολόκληρος γιατί δεν ήμουν δολοφόνος, τουλάχιστον όχι μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ούτε και τώρα ήμουν, θα έπαιρνε κάποια ώρα του γέρου μέχρι να τα τινάξει τελείως. Αλλά τον είχα χτυπήσει τόσο άσχημα που δεν είχα καμία αμφιβολία πως ήταν θέμα χρόνου.

Τα κόκαλα του Κολοκοτρώνη

Ήμουν ένας επαγγελματίας ηχομονωτής και δεν φημιζόμουν για το παρελθόν μου. Όταν κάποιος χρειαζόταν αθόρυβες κλοπές χωρίς να ξεσηκώσει τη γειτονιά –και μαζί και το αστυνομικό τμήμα- ήμουν ο άνθρωπος τους. Τελευταία καλή δουλειά ήταν εκείνο το ριφιφί, ακόμα το θυμάμαι. Μα το Θεό, είχαμε φτάσει στο κοσμηματοπωλείο χωρίς να ακουστεί ούτε ένα ‘τικ’ από τα φτυάρια και τις αξίνες. Μας πιάσανε βέβαια από τις κάμερες όταν σκάσαμε μύτη στο κατάστημα, αλλά εγώ με την ηχομόνωση ασχολιόμουν, τα βίντεο ήταν πράγματα του διαβόλου.
Αλλά αυτά ήταν παρελθόν. Την είχα βγάλει σχετικά καθαρή με λίγα χρονάκια στην στενή και είχα βάλει μυαλό. Τώρα είχα το μαγαζάκι μου με τις καλύτερες ηχομονώσεις του πλανήτη, και όχι αηδίες. Κι αν δεν είχα τρομερή επιτυχία σαν τίμιος επαγγελματίας ήταν γιατί το πελατολόγιο μου περιοριζόταν σε όσους τους ενδιέφερε η καλή ηχομόνωση και όχι τα χρονάκια του μάστορα στον Κορυδαλλό.

Οι μαύροι κύκνοι

(Δεύτερο βραβείο καλύτερης νουβέλας στον ετήσιο διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών)

Εντάξει, δεν ήταν και η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ήταν μόνο μια τοπική δανειστική. Αλλά αυτό δεν εμπόδιζε την βιβλιοφάγο καρδιά μου να σκιρτά με τον πιο βιβλιοφάγο τρόπο κάθε φορά που βρισκόμουν ανάμεσα στα βιβλία της. Συγκεντρωμένα ανά συγγραφέα και ανά χώρα, παραταγμένα σε δεκάδες ράφια, το πλήθος τους μου προκαλούσε ένα δέος που μόνο οι βιβλιοφάγοι μπορούν να νιώσουν.
Τον χειμώνα προτιμούσα τα πιο δύσκολα βιβλία, αυτά που προβληματίζουν ή η γραφή τους απαιτούσε συγκέντρωση και νοητική διαύγεια. Αν και κάποιες φορές ήταν δοκίμια, τις περισσότερες φορές ήταν μυθιστορήματα, κυρίως της κλασσικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο πάντως που διάλεξα εκείνο το πρωινό, τέλη Αυγούστου, δεν άνηκε σε αυτήν την κατηγορία. Δεν σκόπευα να διαβάσω κάποιο κλασσικό μυθιστόρημα ή κάποιο βιβλίο που θα απαιτούσε την πλήρη μου αφοσίωση. Ήταν ακόμα καλοκαίρι, και το μόνο που επιδιώκω τους θερινούς μήνες από την λογοτεχνία είναι να με συνεπάρει σε έναν φανταστικό κόσμο χωρίς πολλά πολλά. Μια απλή και ανάλαφρη ψυχαγωγία, χωρίς μηνύματα ή βαθυστόχαστους συνειρμούς. Από αυτά τα βιβλία που όπως λέει ο Κούντερα ‘τα διαβάζεις ευχάριστα το πρωί και τα πετάς ευχάριστα το βράδυ’. Και που πολλές φορές αποδεικνύονται τόσο απολαυστικά όσο και το ‘βρώμικο’ που τρως στο γήπεδο.

Alter Ego


Θα έπρεπε να φταίει το άγχος μου.
Οι αβέβαιες σκέψεις για το μέλλον, ο τρόπος που ζούσα, η απόλυση μου από την εταιρία που εργαζόμουν, ο καταπιεστικός λαβύρινθος της μεγαλούπολης.
Τέτοιες αντιδράσεις όμως τις είχα μόνο όταν ήμουν πιτσιρικάς και τώρα πια τις χρησιμοποιούσα σαν ανέκδοτα στις παρέες μου. Ήταν οι κωμικές αναμνήσεις μιας παιδικής ανησυχίας. Αλλά είχαν περάσει χρόνια από τότε που υπνοβάτησα τελευταία φορά και το είχα θεωρήσει δεδομένο πως ήταν παρελθόν που είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Και τώρα, ηλικία τριάντα χρονών και βάλε, ξαναγύρισα πίσω και βάλθηκα να συνεχίσω τις νυχτερινές μου γκάφες, που είχα σταματήσει όταν ήμουν γύρω στα δεκαεπτά, άντε δεκαοκτώ μου.

Σιδερένια πόρτα

Μια ακαθόριστη ώρα, μέσα σε μια συσσωρευόμενη ομίχλη που το ύψος της το ξεπερνούσε μόνο η κορυφή ενός μακρινού καμπαναριού, στεκόντουσαν οι δυο τους μπροστά από μια σιδερένια πόρτα. Ο καγκελωτός φράχτης γύρω της έσβηνε δεξιά κι αριστερά μες στην ασάφεια.
Στην αρχή δεν έκαναν πολλά, παρά την αγωνία τους. Την περιεργάστηκαν και είδαν πως δεν είχε κάποιο χερούλι ή κλειδαριά, ούτε κάποιο εμφανή τρόπο να την παραβιάσουν. Ήταν βαριά και στιβαρή, και κάπως υγρή στο άγγιγμα.
Την δοκίμασαν ελαφρά μα δεν τραντάχτηκε στο παραμικρό.
Ήταν η καμπάνα που ακούστηκε στο βάθος και που έδειξε πως σαφώς είχαν αργήσει, και τους έκανε να βιάσουν τις κινήσεις τους ταραγμένοι. Χτύπησαν την πόρτα με την γροθιά τους και μετά πιο επίμονα, αλλά αυτή παρέμενε κλειστή.
Καθώς φαινόταν πως η ομίχλη πίσω τους έσφιγγε και τους πλησίαζε, έπεσαν και οι δύο μαζί με τους ώμους πάνω στην σιδερένια πόρτα, μετά με όλο το σώμα και στο τέλος, πάνω στην απελπισία τους, με το κεφάλι.
Την χτυπούσαν αγνοώντας ο ένας την παρουσία του άλλου, αφού ήταν από τις αντίθετες πλευρές της πόρτας, μέχρι που, καθώς ο ένας προσπαθούσε να βγει και ο άλλος να μπει, η ομίχλη τους σκέπασε τελείως.

Το κέρμα

«Πόσα θα έδινες για ένα τέτοιο κέρμα;» με ρώτησε. Ούτε φράγκο, του είπα, και του ζήτησα να μην κάνει θόρυβο, ήταν μια κρίσιμη στιγμή. Ήμουν αρκετά ανήσυχος και είχα ιδρώσει και λίγο, μα αφουγκράστηκα το σκοτάδι στο δωμάτιο και η αναπνοή μου ήταν εξαιρετικά σιγανή. Η σιωπή ήταν τεντωμένη, την κρατούσα με τα δόντια. Κατάφερα ακόμα δυο βήματα περπατώντας στα νύχια των ποδιών, αργά, ψηλαφίζοντας στα μουλωχτά τα έπιπλα.
«Λοιπόν;» επέμεινε και με ξαναρώτησε, και δεν ξέρω τι του ήρθε τέτοια ώρα να με ρωτάει τέτοιο πράγμα. Τι αξία είχε ένα συνηθισμένο κέρμα πενήντα λεπτών, μόνο για ρέστα φτιάχτηκε, δεν του δίνω τίποτα του είπα, με νοήματα φυσικά, μη μας ακούσουν. Του χάριζα κι άλλο ένα αν ήθελε, αφού δεν αγόραζα τίποτα με δαύτο. Και στράφηκα πάλι στην δουλειά μου.
«Ανόητε», μου είπε πικραμένα, «δεν έχω καμία αξία για σένα, αξίζεις την προδοσία μου». Και γλυστρώντας από το χέρι μου τελεσίδικα, το κέρμα σταμάτησε να μιλάει κι έπεσε στο πάτωμα, από ύψος ενός περίπου μέτρου.
Χτύπησε με μεταλλικό κρότο στα γυμνά πλακάκια και τράβηξε προς τα μέσα τρέχοντας, κουδουνίζοντας σε κάθε γκέλα που έκανε όσο εγώ το κυνηγούσα τρομοκρατημένος για να το σωπάσω. Κατέληξε να περιστρέφεται σαν σβούρα κάτω από ένα καναπέ, σε ένα σημείο που δεν μπορούσα να το φτάσω, αφήνοντας έναν απαίσιο, συνεχή θόρυβο, που τα μαρτύρησε όλα σε όσους ξύπνησε, το δικό τους πια, πολύτιμο τους κέρμα.

Στο παγκάκι που έκατσε

Κάθησε σε ένα παγκάκι μέσα σε ένα μικρό πάρκο, ευδιάθετος που επιτέλους μπορούσε να χαλαρώσει.
Και βλέποντας τριγύρω τα παιδιά που έπαιζαν θυμήθηκε τα δικά του. Την αλάνα που έπαιζε ποδόσφαιρο μικρός, το σχολείο, τις πλάκες, τις φρέσκες μέρες και τις δροσερές διακοπές. Και ο νους του έπειτα κάλεσε τις σπουδές, τους έρωτες, τον στρατό, το απολυτήριο, την πρώτη δουλειά. Χρόνια γεμάτα αναμνήσεις, γεμάτα αξία. Προστέθηκε κι ο γάμος, τα παιδιά, οι κουμπαριές. Ήρθε και η προαγωγή και είχε πια ό,τι είχε ζητήσει, σχετικά νωρίς στην ζωή του. Ήταν δίκαιο λοιπόν να καθίσει σε αυτό το πάρκο για λίγο, να πάρει μια ανάσα και να ξεκουραστεί πριν συνεχίσει. Γιατί είχε ακόμα πολλά να κάνει, υπήρχαν ακόμα πολλές αναμνήσεις μπροστά του.
Και κάποια στιγμή κοίταξε το ρολόι του. Και διαπίστωσε έντρομος πως, από την στιγμή που έκατσε στο παγκάκι να ξεκουραστεί μέχρι τη στιγμή που κοίταξε την ώρα, είχαν περάσει είκοσι πέντε χρόνια.

Χριστουγεννιάτικο καράβι

Χριστούγεννα, λευκή συννεφιά και κρύο. Δεν είχε πέσει χιόνι ακόμα.
Αυτός ανηφόριζε στον παγωμένο δρόμο τυλιγμένος στο παλτό του, χαζεύοντας τις στολισμένες βιτρίνες με τα δώρα και σκεπτόμενος αν είχε διαλέξει τα σωστά. Σταμάτησε όμως μπροστά σε μια βιτρίνα γιατί είδε ένα μπουκάλι με ένα καράβι μέσα, ίδιο με κείνο το παλιό πολεμικό που είχε δει κάποτε στον κόλπο της Τυνησίας, και που του είχε κάνει τόση εντύπωση.
Παροπλισμένο αλλά καλοβαμμένο, τουριστικό πια, ταξίδευε μέσα στον στενό κόλπο με την ξεπεσμένη περηφάνια της μνήμης. Το είχε δει από ψηλά, από τα ερείπια ενός εξίσου παλιού φρουρίου, να χαράζει μικρές ρότες και επαναλαμβανόμενους κύκλους. Δεν του έβρισκε ψεγάδι, ήταν πιο προσεγμένο από τις ένδοξες εποχές του.

Ο συμπαθής γεράκος

Ήταν εκείνο το μεσημέρι που είδα τον παππού μου να χορεύει στο κρεβάτι, και αισθάνθηκα για αυτόν μια ξαφνική συμπάθεια που δεν την είχα, δεν τον θυμόμουν καλά.
Μα πριν το καταλάβω, από την μια στιγμή στην άλλη, έγινε μικρός ίσαμε δέκα πόντους, και βρέθηκε δίπλα από το μαξιλάρι να χορεύει στην άκρη του κρεβατιού. Έφερα με τρυφερότητα την παλάμη μου δίπλα του και τον προστάτευα μην πέσει όσο συνέχιζε το χορό του.
Μετά από λίγο, ο συμπαθής γεράκος τρίκλισε, μου είπε πως κουράστηκε κι εγώ τον έβαλα, έτσι κοντούλης που ήταν, να ξαπλώσει στο μαξιλάρι. Τον σκέπασα να μην κρυώνει.
Ξύπνησα και είχα ακόμα την ίδια συμπάθεια για αυτόν, και ευχήθηκα ολόψυχα εγώ να ξεφύγω από την ανθρώπινη μοίρα και, όλα αυτά τα αγέραστα, καθώς γερνώ να γερνούν μαζί μου.

Νεοφερμένος σκύλος

Παρά το αμοιβαίο μίσος είχαμε να ανταλλάξουμε λόγια από τότε, και δεν είχε ξαναενοχλήσει ο ένας τον άλλον, χρόνια τώρα. Δεν μιλιόμασταν, δεν κοιταζόμασταν, ντύσαμε και την μάντρα που χώριζε τα σπίτια μας με συρματόπλεγμα να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Με περιφρόνηση στρέφαμε τα μάτια από την άλλη μεριά κάθε φορά που τύχαινε να συναντηθούμε.
Έτσι και σήμερα, μόλις τον πρόσεξα που πλησίαζε προς το σπίτι μου κάνοντας τον συνηθισμένο του περίπατο στον δρόμο της γειτονιάς, γύρισα το κεφάλι μου προς τις ακαθαρσίες της αυλής.
Είχα απορήσει όμως λίγο, γιατί κρατούσε από μια αλυσίδα ένα μικροκαμωμένο σκυλάκι που πρέπει να είχε μόλις αγοράσει, καθώς το έβλεπα για πρώτη φορά. Είχε πλούσιο κατσαρό μαλλί που του ‘κρυβε τα μάτια και μια λαχανιασμένη γλώσσα, πιο μακριά από το ίδιο, που κρεμόταν ευτυχισμένη στο πλάι από την βόλτα σε αυτόν τον καινούργιο κόσμο.
Την στιγμή που περνούσαν μπροστά από την εξώπορτα μου, καθώς το αφεντικό του είχε στρίψει τη μύτη προς τα πάνω λες και είχε ψύξη στο σβέρκο κι εγώ κοιτούσα τις λάσπες σαν να είχαν περισσότερη αξία απ’ αυτόν, κάναμε υπομονή μέχρι να ξεσταυρωθούν οι δρόμοι μας.
Την ίδια στιγμή, ο μικρόσωμος σκύλος, που πρώτη φορά βολτάριζε σ’ αυτή την άθλια γειτονιά, ξεκίνησε να με γαυγίζει λυσσασμένα.

Διασταυρώσεις

Το αστικό έκλεισε τις πόρτες και έφυγε από την στάση. Αυτός καθόταν κάπου στις μεσαίες σειρές.
Απέναντι του, ένας νεαρός μαθητής με σκουλαρίκι στα χείλια, με μαλλιά ριγμένα επιμελώς άτακτα μπροστά και μια τούφα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σηκωμένη όρθια. Τραβούσε φωτογραφίες τον εαυτό του ποζάροντας στο κινητό του και συζητούσε με τον φίλο του για τις κοπέλες τους.
Ο φίλος του, που στριφογύριζε με το δάκτυλο μια τούφα μαλλιά λίγο πάνω από την φαβορίτα, είχε ένα ακουστικό στο αυτί συνδεδεμένο με το κινητό του, ένα συνδυασμό τηλεφώνου, παιχνιδομηχανής, φωτογραφικής μηχανής και mp3 player. Άκουγε στο τέρμα ένα τραγούδι όπου είχε διασταυρωθεί ένα παλιό γνωστό ροκ κομμάτι με μουσική χιπ χοπ.

Το παιδί με τα δύο ονόματα

Ο πιτσιρίκος βούτηξε στην θάλασσα και όταν η θερμοκρασία το σώματος του έγινε ένα με την δικιά της, αποφάσισε πως το διασκέδαζε και δεν ήθελε πια να βγει έξω. Τσαλαβουτούσε στα νερά, έπαιζε με τα γυαλιστερά βότσαλα και γέμιζε την παλάμη του με μαλακή άμμο, που την έσφιγγε στην γροθιά του και την κοιτούσε περίεργος να γλιστρά μέσα από τα δάχτυλα.
Ήταν τα χρόνια που θα μάθαινε πως η άμμος λεγόταν άμμος, οι στρογγυλεμένες πέτρες της θάλασσας βότσαλο και το κύμα κύμα. Ο ίδιος είχε πάντως δύο ονόματα: το ‘Κώστας’, που ήταν το όνομα τού ενός παππού, και το ‘Γιώργος’, το όνομα τού άλλου παππού. Οι γονείς του επέμεναν να τον βαπτίσουν ο καθένας με το όνομα τού δικού του πατέρα και επειδή κανείς δεν υποχωρούσε, αποφάσισαν τελικά να του δώσουν και τα δύο, κάτι διόλου ασυνήθιστο όπως είπαν.
Όταν η ώρα στην παραλία πέρασε και η οικογένεια έπρεπε να φύγει, ανασηκώθηκε ο πατέρας του και τον φώναξε:
«Κωστάκη, βγες από την θάλασσα, φεύγουμε».
Αμέσως ανασηκώθηκε και η μητέρα του, που παρατώντας βιαστικά το κλείσιμο ενός τάπερ τον φώναξε με την σειρά της:
«Έλα Γιωργάκι, βγες από την θάλασσα, φεύγουμε».

Στη δουλειά

Ημέρα 1η

«Καλημέρα...» είπε η Ζωή καθώς προχώρησε στον διάδρομο. Η λάμπα φθορίου πάνω από το γραφείο της τρεμόπαιξε στην προσπάθεια της να ανάψει. Ακουγόντουσαν κάποιοι νυσταλέοι και σποραδικοί χτύποι πληκτρολογίου.
«Καλημέρα κυρία Ζωή...» απάντησε η Μαρία που δεν πήρε τα μάτια της από τον υπολογιστή.
 «Καλώς την...» χαιρέτησε ο Νίκος, μπουκωμένος από το κρουασάν με σοκολάτα που έτρωγε.
«Μέρα...» χασμουρήθηκε ο Δημήτρης.
Άφησε τα πράγματα της στο γραφείο της, πήρε την κούπα της και πήγε στην κουζίνα για να φτιάξει καφαί.

Δεξιά ή αριστερά;

Μάζεψε τα πράγματα του και σηκώθηκε από το τραπέζι. Το ίδιο έκανε και ο φίλος του, αλλά πιο νωχελικά, και αφού πρώτα έριξε μια τελευταία ματιά στους περαστικούς έξω από την τζαμαρία.
 Στην αίθουσα, γεμάτη πλαστικά τραπεζάκια παραταγμένα σε σειρές, υπήρχαν δύο έξοδοι, η μία απέναντι στην άλλη.
«Από ποια πόρτα πάμε;» ρώτησε αυτός που σηκώθηκε πρώτος.
Ο φίλος του, εντελώς αδιάφορα και χωρίς να κοιτάξει τις πόρτες, δεν το σκέφτηκε καθόλου:
«Την αριστερή».
Ο πρώτος κοντοστάθηκε, κοίταξε εναλλάξ τις αντικριστές εξόδους, σκέφτηκε λίγο και μετά είπε:
«Γιατί από την αριστερή; Από την δεξιά να πάμε που είναι πιο κοντά!»
«Χωρίς λόγο. Απλά σε διευκόλυνα να αποφασίσεις».

Ο συγγραφέας

Κάποια μέρα αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. Προήλθε από μια εσωτερική παρόρμηση κι από την πεποίθηση πως όσες επαναστάσεις και να κάνουν στην ζωή τους οι άνθρωποι, δύο είναι οι πραγματικά σημαντικές. Αυτή που κάνουν σαν έφηβοι γιατί δεν ξέρουν ακόμα πως να ζήσουν και αυτή που κάνουν σαν ενήλικες για τον τρόπο που τελικά έζησαν. Κι αν η πρώτη επανάσταση γίνεται με μία λίγο άναρχη και ακαθόριστη μορφή, η δεύτερη είναι θέμα επιλογής και προσωπικού γούστου. Έτσι λοιπόν, έκατσε στο γραφείο του, φροντίζοντας ώστε από το παράθυρο να πέφτει το φως του ήλιου στα γραπτά του, για τις στιγμές που αυτός θα έχανε την έμπνευση του. Πήρε χαρτί και μολύβι και με τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου στρώθηκε στην δουλειά.

Του έρωτα και του αντιέρωτα

Δεν άργησαν οι άνθρωποι να ερμηνεύσουν τον έρωτα. Όχι όμως με ποιητική διάθεση ούτε την διατύπωσαν σε ρομαντικά τετράστιχα με όμορφες και ομοιοκατάληκτες λέξεις. Ήταν μια ερμηνεία χωρίς την παραμικρή λογοτεχνική αξία. Η ανακάλυψη της ανακοινώθηκε σε περιοδικά του χώρου με μια άμμετρη επιστημονική γραφή, γεμάτη ευρήματα και ιατρικούς όρους, δίνοντας έτσι την οριστική απάντηση στην ερώτηση που κάθε άνθρωπος έχει αναρωτηθεί, τουλάχιστον μια φορά. 
Τι είναι ο έρωτας.

Πράσινη θάλασσα

Ήταν νωρίς το απόγευμα αλλά ο ήλιος είχε κατέβει περισσότερο από το συνηθισμένο. Πλησίαζε γρήγορα προς την δύση του, λες και όλο το χωριό είχε γύρει κι αυτός κυλούσε σαν μπάλα επάνω του. Άλλη κίνηση τριγύρω δεν φαινόταν γιατί υπήρχε μια καλοκαιρινή άπνοια στον οικισμό, παρόλο που ήταν τέλη άνοιξης ακόμα. Ο αέρας ήταν δροσερός αλλά παράξενα στάσιμος, τα δέντρα τριγύρω παγωμένα σε περίεργες στάσεις και μπορούσες να κατεβάσεις τις ακινητοποιημένες μυρωδιές των λουλουδιών και του θυμαριού από γύρω σου, όπως θα τις κατέβαζες κι από ένα ράφι με εμπορεύματα.
Εκτός από τον ήλιο, μόνο το ασημί αυτοκίνητο μαρτυρούσε την ροή του χρόνου, καθώς διέσχιζε αργά ένα μικρό χωμάτινο δρομάκι ανάμεσα σε στριμωγμένες αυλές και πεζούλια. Ο οδηγός του, ο Νίκος, ακούγοντας μια ανάλαφρη μουσική από το ραδιόφωνο, παρατηρούσε τα παλιά αλλά και τα νεόχτιστα σπίτια που τίποτα γραφικό δεν είχαν. Σε μερικές κεραμοσκεπές διακρίνονταν και δορυφορικά πιάτα, ωστόσο, τόσες φορές που είχε ανέβει σε αυτό το χωριό, γνώριζε καλά πως οι εκσυγχρονιστικές πινελιές είχαν απλά βάψει μια παραδοσιακή καρδιά που χτυπούσε ακόμα, έστω κι από έθιμο.