Γαλάζια μάτια, σχεδόν γκρι

Το ήξερα πως παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση κι έτσι έβαζα τα δυνατά μου. Δεν ήταν εδώ, με κοιτούσε από ψηλά σαν εξεταστής –σαν ανώτερο ον θα έλεγα-­ και το μόνο για το οποίο ήμουν βέβαιος ήταν πως τα μάτια της ήταν γαλάζια, σχεδόν γκρι όταν τα κοιτούσες για πρώτη φορά. Δεν ένιωθα καμία αμηχανία από την προσήλωση της. Ίσα ίσα, η προσοχή της μου έδινε μεγάλη δύναμη.
Έδωσα βάση στους υπόλοιπους, σε αυτούς που είχα μπροστά μου. Δύο κουστουμαρισμένα ρεμάλια, από το είδος που σιχαινόμουν περισσότερο. Στεκόντουσαν όρθιοι και έκρυβαν την πόρτα πίσω από τις ογκώδεις πλάτες τους. Δεν ήταν αμίλητοι ή με αγελαδίσιο βλέμμα, σαν αυτούς που καίνε τον εγκέφαλο για να δυναμώσουν τα μπράτσα. Ήταν τσογλάνια αυθάδικα, με υποτιμητική ματιά και υπεροπτικό χαμόγελο. Μιλούσαν σπιρτόζικα, και αν μιλούσες κι εσύ σε παίρναν στο ψιλό.
«Καλησπέρα» τους χαιρέτησα αγέλαστος.
Η φωνή μου βγήκε με αυτοπεποίθηση. Μόνο και μόνο που ήξερα πως εκείνη με παρακολουθούσε, πως ενδιαφερόταν για μένα, με έκανε άλλο άνθρωπο.
Το ένα κτήνος με κοίταξε άγρια. Δεν είχε το συνηθισμένο ύφος εμπαιγμού. Διαισθάνθηκε αμέσως πως δεν ένιωθα αδύναμος. Και το άλλο κτήνος με κοίταξε με παρόμοιο ύφος, αν και στο δικό του διέκρινα μια μικρή αμηχανία. Είχε συνηθίσει να τρέμουν μπροστά τους.
«Ήρθα να δω τον κ. Ρεντούλη» τους είπα. Απλά. Σταθερά. Η δύναμη που μου έδιναν τα γαλάζια –σχεδόν γκρι-­ μάτια ήταν σαν καταλύτης που με μεταμόρφωνε. Από το στήσιμο του σώματος μου μέχρι την σταθερή φωνή. Δεν φοβόμουν τους δυο μπράβους μπροστά μου, ούτε το αφεντικό τους πίσω από την πόρτα. Ήξερα πως μπορούσαν να με εξαφανίσουν και παρόλα αυτά δεν ένιωθα φόβο. Ή μάλλον ένιωθα αλλά μπορούσα να τον νικήσω.
Ήταν τόσο πρωτοφανής συμπεριφορά που οι μπράβοι προσπαθούσαν να καταλάβουν αν είχα πάρει ναρκωτικά. Ούτε τα μάτια μου τους έδειχναν τέτοια σημάδια –τους κοιτούσα κατάματα και με κάπως σφιγμένα φρύδια­ ούτε η φωνή μου έτρεμε. Ήμουν συμπαγής, αυθεντικός. Και όταν είσαι αυθεντικός προκαλείς τουλάχιστον σεβασμό.
«Τι τον θες;» με ρώτησε ο ένας. Με κοιτούσε κατευθείαν στους κερατοειδείς και από εκεί στην ψυχή. Το ίδιο και ο δεύτερος. Προσπαθούσαν να με διαβάσουν.
«Έχω μια υπόθεση μαζί του».
«Και ποια είναι αυτή;»
«Πρέπει να την συζητήσω μαζί σας;»
«Δεν θέλεις;»
«Εκείνος θέλει;»
H φωνή μου δεν είχε καμία ειρωνεία. Λογικό. Δεν κοροϊδεύεις τέτοιους τύπους. Ούτε δειλία είχε. Παράλογο.
«Αν ναι, δεν έχω πρόβλημα να την συζητήσω μαζί σας».
Οι δύο μπράβοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι σόι ιστορία ήμουν. Δεν είχαν ρωτήσει καν το όνομα μου. Μέχρι πρότινος δεν τους ενδιέφερε ποιος ήμουν αλλά τι ήθελα. Τώρα όμως αναρωτιόντουσαν. Ένας τύπος χωρίς φόβο, με αυτοπεποίθηση, χωρίς να χαμηλώνει τους ώμους ή το βλέμμα. Και δεν υπάρχουν λέξεις πιο πειστικές από αυτές που λέει η γλώσσα του σώματος. Διαισθητικά και μόνο πήραν το μήνυμα πως αυτός ο τύπος χρειάζεται προσοχή. Ίσως και να ήμουν κάποιος σπουδαίος.
«Ποιος είσαι;» με ρώτησε ο ένας.
Τους είπα χωρίς περιστροφές.
Το όνομα μου δεν τους έλεγε κάτι. Δεν απορούσα, δεν ήμουν παρά ένας τύπος από τον σωρό. Ένας συνηθισμένος. Αυτό που με μεταμόρφωνε ήταν το ενδιαφέρον εκείνης. Ήξερα ότι αυτή τη στιγμή είναι μαζί μου, ότι νοιαζόταν για μένα, ότι φοβόταν για μένα, και αυτό με έφτανε στο θετικό μου όριο. Γινόμουν αυτός που μπορούσα να είμαι.
«Καλύτερα να έρθεις άλλη ώρα» είπε ο μπράβος.
«Ποια ώρα είναι κατάλληλη;» είπα.
«Δεν νομίζω πως υπάρχουν κατάλληλες ώρες».
«Εντάξει» απάντησα. «Πείτε στον κ. Ρεντούλη πως πέρασα στις…» (κοίταξα το ρολόι μου) «…14.47, ώρα που κρίθηκε ακατάλληλη».
«Και θα ξαναπεράσεις…» έκανε ο δεύτερος μπράβος κόβοντας το ‘πότε;’ από την πρόταση του. Έμεινε να με κοιτάζει περιμένοντας μια απάντηση.
«Δεν θα ξαναπεράσω» απάντησα.
Αυτό τον τρόμαξε λίγο. Και τον άλλον. Σκέφτηκαν μήπως είχαν κάνει καμιά γκάφα.
Είχα δύο επιλογές μπροστά μου. Η πρώτη ήταν να επιμείνω. Κάθε αληθινός άντρας επιμένει. Η δεύτερη ήταν να μπλοφάρω. Να προσποιηθώ πως θα έμπλεκαν άσχημα οι δυο τους αν δεν με έβλεπε το αφεντικό τους, και να κάνω πως αποχωρώ. Όπως τους έβλεπα, είχε αρκετές πιθανότητες επιτυχίας κάτι τέτοιο.
Δεν χρειάστηκε να κάνω τίποτα από τα δύο. Ήταν τόσο αυθεντική η στάση μου που δίστασαν. Αν διέκριναν τη παραμικρή αδυναμία, δεν είχα αμφιβολία πως θα με πατούσαν. Αλλά υπάρχει μια ψυχολογική ισορροπία που κρίνεται από το πόσα διαισθάνεσαι για τον άλλον. Όλα τα μηνύματα που τους περνούσε το σώμα μου τους έκαναν να διαισθανθούν πως είμαι είτε πολύ τρελός είτε πολύ σημαντικός. Και όλα τα μηνύματα ήταν ειλικρινή.
Αποφάσισαν να μην το ρισκάρουν.
«Εντάξει» είπε ο ένας και άνοιξε την πόρτα. «Φαντάζομαι πως θα ξέρεις που να τον βρεις».
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και περίμενα να παραμερίσουν.
Πέρασα την πόρτα και βρέθηκα σε μια μεγάλη αίθουσα που ασφυκτιούσε από μουσική και από κάπνα. Μύριζε τσιγαριλίκι και ένα συνοθύλευμα γυναικείων αρωμάτων. Άντρες και γυναίκες βρίσκονταν παντού, άλλοι όρθιοι, άλλοι σε καναπέδες τραβώντας τζούρες ή πίνοντας ποτά, άλλοι σε τραπεζάκια παίζοντας χαρτιά ή βάζοντας χειροδύναμη. Όλα τα καλά παιδιά ήταν εδώ.
Το άνοιγμα της πόρτας έκανε μερικούς να στραφούν προς τα εμένα. Τους ήμουν άγνωστος αλλά με την πρώτη ματιά πήραν αμέσως το ίδιο μήνυμα με τους μπράβους: κάτι τρέχει με αυτόν τον τύπο, δεν φοβάται. Τα μάτια τους έσμιξαν από περιέργεια, κάτι που μεταδόθηκε αμέσως στην αίθουσα. Ζευγάρια μάτια άρχισαν να ανασηκώνονται και να καρφώνονται πάνω μου, μέχρι που όλη η αίθουσα κατέληξε να με κοιτά. Μόνο η μουσική θύμιζε κίνηση, τα υπόλοιπα σταμάτησαν.
Προχώρησα προς το εσωτερικό και οι όρθιοι άνοιξαν έναν διάδρομο για να περάσω. Παραμέριζαν χωρίς να τραβήξουν το βλέμμα τους από πάνω μου. Κρατούσαν τα ποτά τους και έκαναν ένα δυο βήματα πίσω για να μου αφήσουν χώρο. Δεν ήταν μόνο ότι δεν φοβόμουν ή ότι ο βηματισμός μου ήταν στέρεος και δυναμικός. Ήταν πως δεν επηρεαζόμουν ούτε καν από την ομορφιά των απίστευτων θηλυκών εκεί μέσα. Όποια γυναίκα με κοιτούσε επίμονα, κατέβαζε πρώτη το βλέμμα έτσι και την κοιτούσα κι εγώ.
Κανένας εκεί μέσα δεν έβλεπε την κινητήριο δύναμη μου. Αλλά τα γαλάζια –σχεδόν γκρι­- μάτια συνέχιζαν να με παρακολουθούν από ψηλά, γεμάτα αγωνία. Νοιαζόταν για μένα, και επειδή νοιαζόταν φοβόταν. Κι εγώ νοιαζόμουν για εκείνη. Κι επειδή νοιαζόμουν δεν φοβόμουν.
Ο διάδρομος που είχαν σχηματίσει οι συμμορίτες κατέληγε σε μία άδεια καρέκλα, στο κέντρο του απέναντι τοίχου. Θα μπορούσε να είναι θρόνος αλλά ήταν απλώς η καρέκλα του αφεντικού. Προχώρησα μέχρι εκεί και μια γκαρσόνα μου έδειξε με το αμήχανο βλέμμα της μια πόρτα από πίσω. Το γραφείο του.
Πήγα να την ανοίξω αλλά τότε ένιωσα αυτό που έκανε κάθε φορά την θέληση μου να γκρεμίζεται. Το τσάκισμα της σελίδας στην πάνω γωνία. Το σημάδι μέσα στο βιβλίο που χρησιμοποιούσε εκείνη για να συνεχίσει το διάβασμα την επόμενη φορά που θα ασχολιόταν μαζί μου. Μου τσάκιζε την ψυχή αλλά δεν το ήξερε. Το ίδιο έκανε και τώρα. Ένιωθα τόσο όμορφα μέχρι εκείνη τη στιγμή που το τσάκισμα της σελίδας ήταν σαν γδάρσιμο από τα νύχια της στην καρδιά μου.
Κοίταξα ψηλά και είδα το εξώφυλλο να κλείνει. Πρόλαβα να δω μία ακόμα φορά τα μάτια της πριν οι σελίδες πέσουν κατά πάνω μου και την κρύψουν από το οπτικό μου πεδίο.
Σήκωσα ενστικτωδώς το χέρι για να το αποτρέψω.
«Μη το κάνεις» της είπα.
Οι σελίδες συνέχισαν να έρχονται επάνω μου.
«Το ενδιαφέρον σου με κάνει να είμαι αυτός που είμαι» της είπα.
Οι σελίδες συνέχισαν να έρχονται επάνω μου.
«Ζω πραγματικά μόνο όταν ενδιαφέρεσαι για μένα» ομολόγησα με το χέρι ψηλά, λες και θα μπορούσα να σταματήσω τον ουρανό από την πτώση.
Τίποτα. Οι σελίδες έπεσαν επάνω μου αμείλικτες. Το βιβλίο έκλεισε. Έμεινα στο σκοτάδι μέχρι την επόμενη φορά που εκείνη θα ενδιαφερόταν για μένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: