Φυσούσε ένας γλυκός, ανατολίτικος άνεμος στην έρημο. Τον άκουγες σιγανό μα σταθερό, να κουβαλά την ιστορία της απ’ άκρη σ’ άκρη και να την ταξιδεύει αργόσυρτα από την Ανατολή ως το βύθισμα του ήλιου.
Στο πέρασμα του είχε ανασηκώσει ένα πέπλο από την πιο ψιλή και ανάλαφρη άμμο, λίγο μόλις πάνω από το έδαφος. Κυλούσε στην κατεύθυνση του απαλά και αρμονικά, σαν αραχνοΰφαντο τούλι που το τραβούσε ευγενικά, κι αυτό απομακρυνόταν αγγίζοντας την έρημο, χαϊδεύοντας τους αμμόλοφους και ακολουθώντας την μορφή της.
Και οι καμήλες από το καραβάνι ήταν σαν να μην πατούσαν πουθενά, παρά μόνο σε αυτό το χαλί το φτιαγμένο από άμμο και αιθέρα, και προχωρούσαν σαν να μην είχαν βάρος, χωρίς να αφήνουν χνάρια πάνω του. Οι οπλές τους χανόντουσαν μέσα του, όπως είχαν χαθεί και οι σκέψεις, που τις είχε παρασύρει ο άνεμος μαζί του.
Αυτές, τις σκέψεις, τις έβλεπες να τρέχουν απελευθερωμένες στον ορίζοντα, χωρίς να θέλουν και χωρίς να θέλεις να γυρίσουν πίσω, και να σκορπίζουν σαν στάχτη το κουβάλημα τους. Και τις παρακολουθούσες από μακριά, με την ματιά σαγηνευμένη και αφυλάκιστη, να τρέχουν ως τις πιο απόμακρες κορυφογραμμές.
Και ταξίδευες στην έρημο δίχως το φορτίο τους, προς τον ήλιο που έπεφτε και άφηνε τους ίσκιους πίσω. Και δίχως αυτές ήσουν πιο πρόθυμος από τον άνεμο, αέρινος σαν το αμμουδένιο πέπλο, διάφανος, και κάπως σαν τα βήματα της καμήλας, σαν να μην είχες βάρος, χωρίς να αφήνεις χνάρια πάνω της.